Toυ Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία
Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις μηδέ ζήλου τους ποιούντας την ανομίαν· 2 ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσονται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. 3 Ελπισον επί Κύριον και ποίει χρηστότητα και κατασκήνου την γην, και ποιμανθήση επί τω πλούτω αυτής. 4 Κατατρύφησον του Κυρίου, και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου. 5 Αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον επ᾽ αυτόν, και αυτός ποιήσει 6 και εξοίσει ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμα σου ως μεσημβρίαν. 7 Υποτάγηθι τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν· μη παραζήλου εν τω κατευοδουμένω εν τη οδώ αυτού εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν. 8 Παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι· 9 ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον αυτοί κληρονομήσουσι γην.
1. Και ο ψαλμός αυτός ασχολείται με το περιλάλητο πρόβλημα της θεοδικίας, με το οποίο ασχολούνται και άλλοι ψαλμοί και στο οποίο αναφέρονται και πολλά χωρία της Π.Δ. Αλλά και ολόκληρο το βιβλίο της Π.Δ., το βιβλίο του Ιώβ, ασχολείται με το θέμα αυτό.
«Θεοδικία», όπως είναι γνωστό, σημαίνει το κατά πόσον ο Θεός είναι δίκαιος, αφού βλέπουμε το φαινόμενο οι ασεβείς να ευτυχούν και οι ευσεβείς να δυστυχούν. Λόγω του προβλήματος αυτού, πολλοί ή μερικοί των ευσεβών εκλονίζοντο στην πίστη και εμακάριζαν τους αμαρτωλούς, γιατί ευτυχούν. Ο ψαλμός μας δίδει μία μερική, αλλά ουσιαστική λύση στο θέμα της θεοδικίας, ότι, δηλαδή, ο δίκαιος πρέπει να υπομένει την κρίση που υφίσταται και θα δεί στη συνέχεια λάμπουσα τη δικαιοσύνη του Θεού, αλλά και ο ευσεβής την ουσιαστική του ευτυχία πρέπει να τη ζητά στην επικοινωνία του με τον Θεό.
2. Λέγει, λοιπόν, ο ψαλμωδός μας στρεφόμενος προς τον ευσεβή, να μην απορεί για την ευτυχία των πονηρευομένων (στιχ. 1), γιατί αυτή είναι προσωρινή και πρόχειρη. Είναι σαν το χορτάρι που ξηραίνεται γρήγορα και σαν τα βοτάνια που μαραίνονται αμέσως (στιχ. 2). Ο ευσεβής δεν πρέπει να χάνει ποτέ την ελπίδα του στον Κύριο τον Θεό του («έλπισον επί Κύριον») και να εξακολουθεί να ποιεί αδιάκοπα το θέλημα του Κυρίου («ποίει χρηστότητα») και θα δεί από τα πράγματα ότι δεν θα του λείψει τίποτε, αλλά θα κατοικεί αδιατάραχα στη χώρα που του έδωσε ο Θεός και θα τρέφεται από τα αγαθά της (στιχ. 3). Την ευτυχία του ο ευσεβής πρέπει να ζητά στη συνεχή κοινωνία με τον Κύριο τον Θεό του και η επικοινωνία αυτή είναι γλυκασμός, είναι «τρυφή». Γι’ αυτό και ο ψαλμωδός μας λέγει: «Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου» (στιχ. 4)! Ο λόγος αυτός του ψαλμωδού μας είναι υπέροχος και ταυτίζεται και με άλλους ψαλμωδούς, οι οποίοι τη στενή κοινωνία με τον Θεό θεωρούν ως υψίστη ευτυχία και επανάπαυση του ανθρώπου (βλ. λόγου χάριν ψαλμ. 4. 62).
3. Στη βάση αυτή ιστάμενος ο ποιητής μας, επαυξάνει τον λόγο του, λέγοντας αναλυτικότερα τι πρέπει να κάνει ο ευσεβής για να ευαρεστήσει τον Θεό, για να δεί, όπως του είπε, τη δικαίωσή Του και να γεύεται τον γλυκασμό Του (το «κατατρύφησον» του στιχ. 4).
Κατά πρώτον λέγει ότι ο ευσεβής πρέπει να «αποκαλύψει στον Κύριο την οδό του και να ελπίζει σ’ Αυτόν και Αυτός, ως Θεός, θα πράξει αυτό που πρέπει» (στιχ. 5). «Να αποκαλύψει», δηλαδή, να φανερώσει. Αλλά καλύτερη εδώ είναι η ανάγνωση του Εβραϊκού κειμένου, το οποίο, λέγει να «επιρρίψει» ο ευσεβής την «οδόν» του, δηλαδή τη μέριμνά του, τα προβλήματά του, να τα παραθέσει, να τα πεί στον Κύριο. Είναι αυτό ακριβώς που μας λέγει και ο απόστολος Πέτρος, «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ᾽ αυτόν» (Α’ Πετρ. 5,7).
Και αν επιρρίπτουμε, αν ακουμπάμε τα προβλήματά μας στον Θεό, αν ελπίζουμε σ’ Αυτόν («έλπισον επ᾽ αυτόν»), «αυτός ποιήσει», μας λέγει ο ψαλμωδός (στιχ. 5).Δηλαδή, όπως ερμηνεύει ο Ζιγαβηνός, ο Θεός θα μας δώσει «α ελπίζομεν, α αιτούμεν, α συμφέρει ημίν»! Σ’ αυτόν που ελπίζει στον Κύριο, ο ποιητής μας βεβαιώνει ότι «εξοίσει ως φως την δικαιοσύνη του και το κρίμα του ως μεσημβρία» (στιχ 6). Δηλαδή: Το παραγνωριζόμενο μέχρι τώρα δίκαιό του θα λάμψει σαν φως, σαν μέρα μεσημέρι!
Στη συνέχεια ο ποιητής μας, συμβουλεύων τον ευσεβή, του λέγει να υποτάσσεται στον Κύριο, ο,τι βέβαια και αν συμβεί, και να προσεύχεται: «Υποτάγηθι τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν» (στιχ. 7)! Αντί του «υποτάγηθι» το Εβρ. έχει «σιώπησε», «σίγησε». Ο ψαλμωδός μας, δηλαδή, συνιστά στον δοκιμαζόμενο ευσεβή να μη γογγύζει («μη παραζήλου», στιχ. 7· βλ. και στιχ. 1) για το πρόβλημα που δημιουργεί η κρίση της θεοδικίας, αλλά να σιωπά και να προσεύχεται. Πολύ ωραία αυτά τα δύο! Είναι μία πολύ ωραία αντιμετώπιση του πόνου και των δυσκόλων προβλημάτων μας. Αλλά, για να εισακουσθεί η προσευχή, πρέπει η ψυχή να είναι βέβαια ήρεμη. Γι’ αυτό και λέγει συμπληρωματικά ο ποιητής μας στον κλονιζόμενο ευσεβή: «Παύσε από οργής και εγκατάλιπε θυμόν» (στιχ. 8)! Ολοι δε και μάλιστα οι ευσεβείς πρέπει να γνωρίζουν τη γενική αρχή, ότι, όπως και αν συμβούν τα πράγματα, «οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον αυτοί κληρονομήσουσι γην» (στιχ. 9)!
Γιατί, λοιπόν, να κλονίζονται οι ευσεβείς, αφού η ίδια η ιστορία και η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι οπωσδήποτε τιμωρείται ο αμαρτωλός, ο δε δίκαιος πάντοτε δικαιώνεται;