Τό θαῦμα δέν εἶναι παραβίαση τῶν νόμων πού διέπουν μεταπτωτικά τόν κόσμο, ἀλλά εἶναι ἐπάνοδος τῆς κυριαρχικῆς ἐπικράτησης τῶν νόμων τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἕνα θαῦμα γίνεται μόνο ὅταν πιστεύουμε ὅτι ὁ νόμος βασίζεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι στή δύναμή Του. Μπορεῖ νά πιστεύουμε πώς ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος, ἀλλά νά μήν πιστεύουμε στόν πρόνοιά Του καί τότε τό θαῦμα δέν μπορεῖ νά γίνει. Διαφορετικά θά ἔπρεπε ὁ Θεός νά ἐπιβάλει διά τῆς βίας τή θέλησή Του.
Αὐτό ὅμως δέν τό κάνει. Γιατί τό πιό βασικό καί εὐαίσθητο σημεῖο στίς σχέσεις Του μέ τόν κόσμο, παρά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ,εἶναι ὅτι σέβεται ἀπόλυτα τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ὅταν λέμε στό Θεό: «Πιστεύω, γι’ αὐτό ζητάω τή βοήθειά Σου», εἶναι σάν νά τοῦ λέμε: «Πιστεύω, πώς εἶσαι πρόθυμος νά μέ εἰσακούσεις, ὅτι ἔχεις ἀγάπη καί ὅτι ἐνδιαφέρεσαι γιά τό κάθε γεγονός τῆς ζωῆς μου». Ὅταν ἔτσι καταθέτουμε τήν ἀδύνατη πίστη μας, τότε δημιουργοῦμε σωστή κοινωνία μέ τόν Θεό καί δίνουμε τή δυνατότητα νά γίνει τό θαῦμα.
Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτή τήν κατηγορία τῶν ἀμφιβολιῶν μας, πού ἀναφέρονται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί πού εἶναι λανθασμένες, ὑπάρχει καί μία ἄλλη κατηγορία ἀμφιβολιῶν πού ἐπιτρέπονται. Μποροῦμε νά λέμε στό Θεό: «Σοῦ ζητῶ αὐτό, ἄν εἶναι σύμφωνο μέ τό θέλημά Σου ἤ εἶναι γιά τό καλό μου ἤ ἄν δέν ὑπάρχει κάποιος κρυφός κακός σκοπός μέσα μου ὅταν Σοῦ τό ζητῶ», καί ἄλλα παρόμοια . Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ἀμφιβολίες ἐπιτρέπονται γιατί δείχνουν πώς δέν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν λογισμό μας. Καί ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό, ἔτσι πρέπει νά τοῦ τό ζητᾶμε.
Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στό χρόνο καί στό χῶρο, ἔτσι καί ἡ προσευχή τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι προσευχή τοῦ Χριστοῦ, ἄν καί αὐτό προϋποθέτει ἁγνότητα καρδιᾶς, τήν ὁποία δέν ἔχουμε. Ἡ προσευχή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ προσευχή τοῦ Χριστοῦ, εἰδικώτερα ὅμως ἡ Θεία Λειτουργία, ὅπου ἀποκλειστικά καί ἀδιάλειπτα ὁ Χριστός προσεύχεται. Ἀλλά ὁποιαδήποτε ἄλλη προσευχή, μέ τήν ὁποία ζητᾶμε κάτι συγκεκριμένο ἀπό τό Θεό,εἶναι προσευχή γεμάτη ἐρωτηματικά. Στίς περισσότερες περιπτώσεις δέν γνωρίζουμε τί θά ζητοῦσε ὁ Χριστός, ἄν βρισκόταν σέ μία τέτοια περίσταση. Γι̉ αὐτό, πρίν ἀπό τά λόγια τῆς προσευχῆς μας, βάζουμε ἕνα «ἐάν», πού σημαίνει: Σύμφωνα μέ ὅσα ἐγώ καταλαβαίνω, σύμφωνα μέ ἐκεῖνο πού γνωρίζω γιά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά ἤθελα νά γίνει ἔτσι αὐτό τό πρᾶγμα, γιά νά ἐκπληρωθεῖ τό θέλημά Του.
Ἕνα τέτοιο «ἐάν» ἐπίσης σημαίνει ὅτι περικλείω στά λόγια τῆς προσευχῆς μου τήν ἐπιθυμία μου νά γίνει τό καλύτερο δυνατό σέ κάθε περίπτωση. Γι’ αὐτό, Θεέ μου, Σύ μπορεῖς νά μεταβάλεις τό κάθε συγκεκριμένο αἴτημά μου σέ ὅ,τιδήποτε Ἐσύ θά ἔκρινες ἀσύμφορο, διατηρώντας μόνο τήν πρόθεσή μου, πού εἶναι νά γίνει καί στό θέμα αὐτό τό θέλημά Σου, ἀκόμη καί τότε πού τόσο ἀνόητα σοῦ ὑποδεικνύω καί τό πῶς θά μοῦ ἄρεσε ἐμένα νά γίνει τό θέλημά Σου (Ρωμ. 8,26).
Ἄς πάρουμε ἕνα παράδειγμα. Ὅταν προσευχόμαστε γιά νά γίνει κάποιος καλά, ἤ νά ἐπιστρέψει ἀπό ἕνα ταξίδι σ̉ ἕνα ὁρισμένο χρονικό διάστημα- γιατί ὑπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αὐτό- τότε ἡ προσευχή μας ἔχει σκοπό τό καλό αὐτοῦ τοῦ προσώπου. Δέν ἔχουμε ὅμως τόσο καθαρή πνευματική ὅραση, ὥστε νά διακρίνουμε τό πραγματικό καλό του προσώπου καί πιθανόν τό χρονοδιάγραμμα πού ἐμεῖς συσχετίζουμε μέ τό πρόσωπο αὐτό νά εἶναι λανθασμένο. Τό «ἐάν» ἐπίσης σημαίνει πῶς, σύμφωνα μέ τά κριτήριά μου, αὐτό πού Σοῦ ζητῶ εἶναι σωστό καί σκόπιμο νά γίνει ἔτσι, μέ τόν τρόπο, πού ἐγώ νομίζω. Ἄν ὅμως κάνω λάθος, νά μήν λάβεις ὑπόψη Σου τά λόγια μου, ἀλλά τήν πρόθεσή μου.
Ὁ Στάρετς Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα εἶχε τό χάρισμα νά διαβλέπει ποιό ἦταν τό πραγματικό καλό γιά ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ ἁγιογράφος τῆς Μονῆς εἶχε πάρει ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσό καί ἑτοιμαζόταν νά ξεκινήσει γιά τήν πατρίδα του. Θά εἶχε ὁπωσδήποτε προσευχηθεῖ νά φύγει σύντομα. Ἀλλά ὁ στάρετς τόν καθυστέρησε ἐπίτηδες τρεῖς μέρες καί ἔτσι τόν ἔσωσε ἀπό τή ληστεία καί τή δολοφονία,πού εἶχε σχεδιάσει ἐναντίον του ἕνας ἀπό τούς ἐργάτες του. Ὅταν ὁ ἁγιογράφος ἀνεχώρησε ἀπό τή Μονή, ὁ κακοποιός εἶχε ἐγκαταλείψει τήν κρυψώνα του. Πέρασαν χρόνια γιά νά ἀνακαλύψει ὁ ἁγιογράφος τόν κίνδυνο ἀπό τόν ὁποῖο τόν γλίτωσε ὁ στάρετς.
Μερικές φορές προσευχόμαστε γιά κάποιον πού ἀγαπᾶμε καί πού ἔχει κάποια ἀνάγκη, χωρίς νά μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε. Πολλές φορές δέν ξέρουμε καί τί εἶναι σωστό νά ζητήσουμε. Δέν βρίσκουμε λέξεις, ἀκόμα καί γιά νά βοηθήσουμε κάποιον πού ὑπεραγαπᾶμε.
Ἀπό τό βιβλίο τοῦ (^) Ἀρχιεπ. Antony Bloom «Ζωντανή προσευχή», ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
πηγή : Eν Εσόπτρω Τριμηνιαία Ἔκδοση τοῦ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἱ. Μ. Γορτύνης καί Ἀρκαδίας