)
Το απόγευμα της 23ης Μαΐου ξεκίνησαν οι εργασίες του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου με τίτλο «Ορθοδοξία και συναφειακή θεολογία. Εναύσματα από την εκκλησιαστική Παράδοση» στην Cluj-Napoca, της Ρουμανίας. Επιφανείς Ορθόδοξοι θεολόγοι απ’ όλον τον κόσμο συγκεντρώθηκαν για να συζητήσουν μέσα από την προοπτική της πατερικής θεολογίας τις προκλήσεις που φέρνει η συναφειακότητα για το μέλλον της Ορθόδοξης θεολογίας. Το Συνέδριο διοργανώθηκε από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών του Βόλου σε συνεργασία με το Ρουμανικό Ινστιτούτο Δι-ορθόδοξων, Δι-ομολογιακών και Δια-θρησκευτικών Σπουδών (INTER, Cluj-Napoca, Ρουμανία), το Πρόγραμμα Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Fordham (Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.), την Έδρα Ορθόδοξης θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster (Γερμανία), το Χριστιανικό Πολιτιστικό Κέντρο Βελιγραδίου/ Κέντρο για τη Μελέτη του Πολιτισμού και του Χριστιανισμού (Βελιγράδι, Σερβία), το Βιβλικό Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Ανδρέα (Μόσχα, Ρωσία) και το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών (EFOST, Βρυξέλλες) με την υποστήριξη της Ορθόδοξης Μητρόπολης του Cluj και της Σχολής Ορθόδοξης θεολογίας του Πανεπιστημίου Babes – Bolyai (Cluj-Napoca, Ρουμανία).
O Καθηγητής Mihaela Lutas, ως εκπρόσωπος της Σχολής Ορθόδοξης θεολογίας του Πανεπιστημίου Babes – Bolyai που φιλοξένησε το συνέδριο, αφού καλωσόρισε τους συνέδρους, επεσήμανε τη σπουδαιότητα του θεολογικού αυτού γεγονότος. Η Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Babes – Bolyai, διαθέτει τέσσερις επιμέρους θεολογικές σχολές, την Ορθόδοξη, την Ρωμαιοκαθολική, την Ελληνόρρυθμη Καθολική, και την Προτεσταντική, προσφέροντας έτσι ένα πρόγραμμα σπουδών με ανοικτούς ορίζοντες. Στη συνέχεια ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου, Καθηγητής Ioan Chirila υπογράμμισε τη σημασία της θεματικής του συνεδρίου, όπως επίσης και την πανορθόδοξη σπουδαιότητά του. Ο Μητροπολίτης του Cluj Ανδρέας από την πλευρά του, στον σύντομο χαιρετισμό του διατύπωσε ορισμένες σκέψεις σχετικά με την σπουδαιότητα της συναφειακότητας, τονίζοντας οτι εαν η Εκκλησία δεν είναι συναφειακή, δεν μπορεί να είναι πιστή στον Ιησού Χριστό, ο οποίος είναι «Ιησούς Χριστός εχθές και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ.13:8). Ο Radu Preda, (Διευθυντής του Ρουμανικού Ινστιτούτου Δι-ορθόδοξων, Δι-ομολογιακών και Δια-θρησκευτικών Σπουδών (INTER, Cluj-Napoca), Ρουμανία και Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Babes – Bolyai, έκανε στη συνέχεια μια σύντομη εισαγωγή στη θεματολογία του Συνεδρίου, σημειώνοντας ότι «η Ορθοδοξία διαθέτει ένα μήνυμα, αλλά εξακολουθεί να στερείται της (κατάλληλης) γλώσσας. Προκειμένου να μάθει αυτή τη γλώσσα, η Ορθοδοξία οφείλει να συνειδητοποιήσει σε βάθος την προβληματική και τις προσδοκίες της νεωτερικότητας».
Στην πρώτη συνεδρία του Συνεδρίου ο π. Calinic Berger, (Δρ. Θεολογίας και ιερέας της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις Η.Π.Α). ανέπτυξε το θέμα «Συναφειακή θεολογία, το ‘Πατερικό φρόνημα’ και η Τριαδολογία του π. Δημητρίου Στανιλοάε». Ο ομιλητής διέκρινε ανάμεσα στις δυο έννοιες του όρου «συναφειακή», από την μια μεριά την όψη της ιστορικο-κριτικής μελέτης των πατερικών κειμένων και από την άλλη την προσπάθεια της θεολογίας να εκφράσει τις αλήθειες της χριστιανικής πίστης με έναν τρόπο ουσιαστικό σε συγκριμένες κοινωνικές, γλωσσικές ή πολιτισμικές περιστάσεις, σημειώνοντας ότι η πρόκληση για την ορθόδοξη θεολογία είναι τόσο η αφομοίωση της πατερικής γνώσης όσο και η εφαρμογή της με έναν ζωντανό και μεταμορφωτικό τρόπο στην υπαρξιακή κατάσταση του μοντέρνου κόσμου. Ο εισηγητής παρουσίασε στη συνέχεια τρία βασικά συστατικά στοιχεία, τα οποία σύμφωνα με τη θεώρησή του συγκροτούν την έννοια του «φρονήματος των Πατέρων»: την ανάγκη για τη ζώσα εμπειρία του Θεού (τόσο την καταφατική όσο και την αποφατική), μια προσέγγιση της Παράδοσης ως δημιουργικότητα σε συνέχεια, και την κεντρικότητα της αγίας Γραφής στην ευσέβεια και τη θεολογική σκέψη. Στην προοπτική αυτή εξέτασε την θεολογική μεθοδολογία του π. Δημητρίου Στανιλοάε, όπως αυτή χρησιμοποιήθηκε στην τριαδολογία του, ως ένα παράδειγμα της νεο-πατερικής σύνθεσής του.
Ο Αριστοτέλης Παπανικολάου (Καθηγητής, Συν-Ιδρυτής Διευθυντής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο του Fordham, Νέα Υόρκη-Η.Π.Α.) παρουσίασε το θέμα «Πρόσωπο, Αρετές και Πόλεμος». Με αφετηρία τη σκέψη του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, ανέπτυξε μια ορθόδοξη θεολογία του προσώπου, την οποία συσχέτισε με την αρετές, όπως κατανοούνται από τον Μάξιμο τον Ομολογητή, ως ένα είδος μαθητείας στο πως να αγαπάει κάποιος, αναδεικνύοντας τη σπουδαιότητα αυτής της θεολογίας του προσώπου σε σχέση προς την ηθική του πολέμου.
Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της δεύτερης μέρας του Συνεδρίου (24 Μαίου), ο Διάκονος Paul Gavrilyuk, (Καθηγητής, Πανεπιστήμιο St Thomas, Minnesota – Η.Π.Α.) μίλησε με θέμα «Το επιστημολογικό περίγραμμα της Νεο-πατερικής θεολογίας του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ», όπου διερεύνησε τις επιστημολογικές συντεταγμένες του θεολογικού έργου του Ρώσου θεολόγου. Ο ομιλητής αρχικά επεχείρησε να συστηματοποιήσει τον τρόπο που ο Φλωρόφσκυ προσεγγίζει τα θεολογικά πρότυπα και τις πηγές του, όπως λ.χ. τη θεία Αποκάλυψη, την εκκλησιαστική εμπειρία, την αγία Γραφή και την Παράδοση. Σύμφωνα με τον εισηγητή, οι επιστημολογικές προκείμενες του Φλωρόφσκυ εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον Alexei Khomiakov. Στην προοπτική αυτή σημείωσε ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζει ο Φλωρόφσκυ την θρησκευτική γνώση αποτελούσε μια μορφή κοινωνικής επιστημολογίας, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως «η εκκλησιακή επιστημολογία της καθολικής μεταμόρφωσης». Ο π. Radu Bordeianu, (Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Duquesne, Πρόεδρος του Ορθόδοξου Θεολογικού Συνδέσμου της Αμερικής – OTSA, Η.Π.Α.), ανέπτυξε το θέμα «Το Άγιο Πνεύμα καθιστά την Εκκλησία συναφειακή. Διαφορετικότητα, ενότητα, Χαρίσματα και Θεσμός, ήδη και όχι ακόμη», όπου σημείωσε ότι στο πλαίσιο της διασταύρωσης της Πνευματολογίας με την Εκκλησιολογία, η ορθόδοξη θεολογία μπορεί να καταστεί συναφειακή. Μετά την εξέταση των σχετικών θέσεων των Λόσκυ, Νησιώτη, Ζηζιούλα, Φλωρόφσκυ, Ευδοκίμοφ, Αφανάσιεφ και Στανιλοάε και των επιμέρους διαφορών που έχουν μεταξύ τους, έδειξε ότι όλοι οι παραπάνω στοχαστές ενδιαφέρονταν για την διατήρηση τόσο της ενότητας και της διαφορετικότητας της Εκκλησίας. Οι περισσότεροι μάλιστα απ’ αυτούς απέδωσαν τον ρόλο της διαφοροποίησης στο άγιο Πνεύμα που ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Εκκλησίας στο εκάστοτε περιβάλλον. Η συναφειακότητα της Εκκλησίας φανερώνεται στην πολλαπλότητα των προσώπων που τη συγκροτούν, στα διαφορετικά αξιώματα και δωρεές, όπως επίσης και στη σχέση ανάμεσα στα χαρίσματα και στο θεσμό. Σύμφωνα με τον ομιλητή, το Άγιο Πνεύμα διαποτίζει όλες αυτές τις πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής, καθιστώντας την Εκκλησία συναφειακή, διατηρώντας επίσης την ταυτότητά της δια μέσω των αιώνων, στον εκάστοτε τόπο.
Ο Ιωάννης Φωτόπουλος, (Αναπληρωτής Καθηγητής, St Mary’s College-Η.Π.Α.) μίλησε με θέμα «‘Ας εξασκηθούμε στην βιβλική έρευνα’: Η αλληλογραφία μεταξύ Ιερωνύμου και Αυγουστίνου Ιππώνος αναφορικά με θέματα σύγχρονης Ορθόδοξης Βιβλικής επιστήμης». Ο ομιλητής εξετάζοντας την μακροχρόνια αλληλογραφία μεταξύ Ιερωνύμου και Αυγουστίνου στα τέλη του 4ου αιώνα και στις αρχές του 5ου καθώς και τη μεταξύ τους συζήτηση πάνω σε θέματα βιβλικής ερμηνείας, όπως λ.χ. την κειμενική κριτική, τη μετάφραση, την εξηγητική και την ερμηνευτική, έδειξε τον τρόπο που η βιβλική επιστήμη του Ιερωνύμου και του Αυγουστίνου είναι σημαντική τόσο για την ορθόδοξη βιβλική επιστήμη όσο και για τον ορθόδοξο χριστιανισμό γενικότερα, αναδεικνύοντας επίσης τρόπους με τους οποίους η σύγχρονη βιβλική επιστήμη εξελίχθηκε από την εποχή των Πατέρων αυτών. Υποστήριξε επίσης ότι δεν είναι επαρκές για τους ορθόδοξους χριστιανούς να επαναλαμβάνουν απλά την εξηγητική του Αυγουστίνου, του Ιερωνύμου ή οποιουδήποτε άλλου Πατέρα, αλλά αντίθετα χρειάζεται να μάθουν απο τους Πατέρες, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα επιστημονικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα στις μέρες μας, προκειμένου να ερμηνεύουν τις Γραφές κατά τρόπο αποτελεσματικό στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου, (Δρ. Θεολογίας, Διδάσκουσα στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο) παρουσίασε το θέμα «Το εσχατολογικό σώμα: Οικοδομώντας την χριστιανική ορθόδοξη ανθρωπολογία επέκεινα της φυλετικής ταυτότητας». Η ομιλήτρια συζήτησε κυρίως το ερώτημα «πως μπορεί ο ορθόδοξος θεολογικός λόγος να απαντήσει στις σύγχρονες προκλήσεις της διαφοράς του φύλου και της πολιτογραφημένης και υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας χωρίς να οπισθοδρομήσει προς έναν φυλετικό ουσιοκεντρισμό, σεξισμό και την πατριαρχική ομοφοβία;». Εξετάζοντας τις απελευθερωτικές πηγές της ορθόδοξης παράδοσης, υποστήριξε περαιτέρω ότι η πατερική σκέψη και η ορθόδοξη θεολογία μπορούν να συμβάλουν τόσο στις πνευματικές φιλοδοξίες όσων υφίστανται διακρίσεις όσο και στον σύγχρονο λόγο αναφορικά με την σεξουαλικότητα. Επίσης, παρουσίασε την εσχατολογικά προσανατολισμένη, θεωρία για το φύλο του Γρηγορίου Νύσσης, ολοκληρώνοντας την εισήγησή της με μια σύντομη συζήτηση των επιμέρους τρόπων με τους οποίους ο ορθόδοξος θεολογικός λόγος μπορεί να συμβάλλει στις σύγχρονες συζητήσεις πάνω σε θέματα φύλου και σεξουαλικότητας, προσωπικής μεταμόρφωσης και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο Rastko Jovic, (Δρ. Θεολογίας, Εκπαιδευτικός, μέλος του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου), ανέπτυξε το θέμα «Θεολογία με ανθρώπινο πρόσωπο», όπου διατύπωσε τον προβληματισμό του για τη συναφειακότητα της ορθόδοξης θεολογίας, προσφέροντας ορισμένα παραδείγματα από την κομμουνιστική περίοδο. Ασκώντας κριτική στην θεολογία εκείνη που αποφεύγει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της εποχής της, θεωρώντας την ως δοκητική, τόνισε τη σημασία και την ανάγκη μιας σοβαρής κατανόησης της ιστορίας. Σύμφωνα με τον ομιλητή, η θεολογία της απελευθέρωσης σχετίζεται με την καταστροφική οικονομική κατάσταση στην Λατινική Αμερική και την Αφρική και επομένως δεν είναι επαρκής προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα που ανακύπτουν σε άλλο ιστορικό πλαίσιο. Ωστόσο, μια θεολογία με ανθρώπινο πρόσωπο είναι αναγκαία για μια προσέγγιση των ανθρώπων στο σήμερα, ως φροντίδα για την σωτηρία της ανθρωπότητας στο παρόν. Το μήνυμα της Εκκλησίας εξαρτάται από τον βαθμό που θα μπορέσει να απελευθερωθεί το ίδιο από δομές που αντανακλούν τη φεουδαρχική κοινωνία αντί τη Βασιλεία του Θεού. Χωρίς εσωτερική απελευθέρωση, η Εκκλησία δεν θα καταστεί ικανή να δημιουργήσει θεολογία που θα μπορούσε να θεωρείται αξιόπιστη από τον σύγχρονο κόσμο. Ο Michael Hjälm, (Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος του Ορθόδοξου Ιδρύματος «Άγιος Ιγνάτιος» Στοκχόλμη, Σουηδία, Θεολογικός Σύμβουλος Ιεράς Μητροπόλεως Ελσίνκι, Ορθόδοξη Εκκλησία της Φιλανδίας), μίλησε με θέμα «Ο ρόλος της Εκκλησίας στις Οικονομικές κρίσεις. Αναφορικά με την σχέση ανάμεσα στις ηθικές προκαταλήψεις και την εμπορευματοποίησή τους», όπου παρουσίασε την ανάπτυξη των κοινωνικών και οικονομικών δομών στην νεωτερικότητα, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η Εκκλησία συνδέεται με έναν προνεωτερικό κόσμο που έχει στο επίκεντρό του ολιστικές κοσμοθεωρίες. Πρόκειται εδώ για το ακριβώς αντίθετο του εξορθολογισμού ως ένα είδος διαφοροποίησης. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που εμποδίζει την πορεία του εξορθολογισμού με αποτέλεσμα την διαίρεση παρά την διάκριση ανάμεσα σε ηθικά και κοινωνικά ζητήματα απέναντι σε υποσυστήματα που περιλαμβάνουν μορφές εμπορευματοποίησης. Με βάση μια κατανόηση του εξορθολογισμού ως διαφοροποίηση, ο ομιλητής υποστήριξε ότι η οικονομική κρίση στην νοτιοανατολική Ευρώπη, και ειδικά στην Ελλάδα διαθέτει πολιτιστικές και εκκλησιαστικές ρίζες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την αυτοκατανόηση της Εκκλησίας και την πρακτική της σε σχέση προς την κοινωνία. Ο π. Zosim – Dorin Oancea, (Καθηγητής Φιλοσοφίας της Θρησκείας, Πανεπιστήμιο του Sibiu, Ρουμανία), μίλησε με θέμα «Κοινωνία με το Θεό μέσα στον Κόσμο. Η περιβαλλοντική κρίση ως πρόκληση για την αυτοκατανόηση της Ορθοδοξίας». Ο ομιλητής τόνισε με έμφαση ότι η συναφειακότητα σχετίζεται προς το περιβάλλον, διατυπώνοντας το ερώτημα για τον βαθμό που η σύνδεση ανάμεσα στην πνευματική ζωή και το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της ανθρωπότητας είναι νόμιμη ή όχι. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση, όπως εκφράστηκε, λ.χ. στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, η κοινωνία με τον Θεό στο πλαίσιο της φύσης είναι συστατικός παράγοντας για όλους τους ανθρώπους σε κάθε εποχή. Αναφερόμενος σε ορισμένες σημαντικές στιγμές από την πρόσφατη ιστορία της εμπλοκής της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε θέματα οικολογίας, ο ομιλητής ερμήνευσε την θεολογική συναφειοποίηση με όρους ενεργοποίησης, όταν αυτό είναι αναγκαίο, συγκεκριμένων δυνατοτήτων που υπάρχουν στην Παράδοση και στην λειτουργική εμπειρία της Εκκλησίας.
Ο Assaad Elias Kattan, (Καθηγητής στην Έδρα Ορθόδοξης Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Münster, Γερμανία), ανέπτυξε το θέμα «Ο Σταυρός ως ‘Ισλάμ’- Η προσέγγιση του Georges Khodr ως ένα παράδειγμα συναφειακής θεολογίας». Μεταξύ των διαφόρων θεολογικών θεμάτων, με τα οποία έχει ασχοληθεί ο Georges Khodr, σήμερα Μητροπολίτης του Όρους Λιβάνου, ένας θεολόγος με την μεγαλύτερη ίσως επιρροή στο Αραβικό κόσμο, το Ισλάμ κατέχει κυρίαρχη θέση. Η προσέγγιση του Ισλάμ από τον Khodr, με το οποίο οι προ-Χαλκηδόνιοι Χριστιανοί είχαν έρθει σε επαφή ήδη από τον 7ο αιώνα, δεν αποτελεί μονάχα πρόσκληση για θεολογική καινοτομία, αλλά φανερώνει επίσης και τον εγγενή σύνδεσμο ανάμεσα σε μια καλή θεολογία και της συνάφειας. Ο ομιλητής διερεύνησε επίσης τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της προσέγγισης, επικεντρώνοντας στην συναφειακή προοπτική. Τέλος έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατανόηση απο τον Khodr του Εσταυρωμένου Ιησού, ως την πραγμάτωση της ίδιας της φύσης του «Ισλάμ».
Ο Radu Preda, (Διευθυντής του Ρουμανικού Ινστιτούτου Δι-ορθόδοξων, Δι-ομολογιακών και Δια-θρησκευτικών Σπουδών – INTER, Cluj-Napoca, Ρουμανία και Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Θεολογίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Babes –Bolyai), παρουσίασε το θέμα «Ανθρώπινα δικαιώματα ως ένα παράδειγμα συναφειακής θεολογίας». Ο ομιλητής επεσήμανε ότι όχι μόνο η Ορθοδοξία, αλλά και όλες οι άλλες χριστιανικές ομολογίες είχαν ένα δύσκολο δρόμο να διανύσουν πριν να αποδεχθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Βασική θέση του υπήρξε ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ανάγκη να υποστούν μια διπλή συναφειοποίηση: από τη μια μεριά οι χριστιανικές αρετές, ειδικά η βιβλική ανθρωπολογία, στο πλαίσιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και από την άλλη είναι ανάγκη να βρεθούν νέοι τρόποι προσέγγισης αυτών των αρετών. Πρόκειται εδώ για μια «συναφειοποίηση της συνάφειας». Στην πρώτη πρωινή συνεδρία της τρίτης ημέρας του συνεδρίου (25 Μαΐου) ο π. Hilarion Reznichenko, (Μάστερ Θεολογίας, Ορθόδοξη Θεολογική Ακαδημία Αγίας Πετρούπολης, Τμήμα Κλασικών και Σύγχρονων Γλωσσών – Ρωσία) παρουσίασε το θέμα «Επιστήμη και Θρησκεία: Συμβατότητα και ισορροπία», όπου εξέτασε τη σχέση της επιστήμης προς τη θρησκεία ως μια από τις πλέον σημαντικές προκλήσεις της σύγχρονης Ορθόδοξης απολογητικής. Ο ομιλητής υποστήριξε ότι η θρησκεία και η επιστήμη μπορούν να συνυπάρξουν αμοιβαία ως δυο διαφορετικοί αλλά όχι αντιφατικοί τρόποι κατανόησης του κόσμου και της γνώσης. Στην προοπτική αυτή, η τάση αναμίξεως της επιστήμης με τη θρησκεία ή ο ολοκληρωτικός διαχωρισμός τους δεν φαίνεται να αποτελούν τις πιο κατάλληλες προσεγγίσεις. Αν και ο διάλογός μεταξύ επιστήμης και θρησκείας δεν γνώρισε μόνο θετικές αλλά και αρνητικές φάσεις, τα κοινά σημεία αλληλεπίδρασης καθίστανται προφανή κάτω από συγκεκριμένες επιστημολογικές συνθήκες. Ο ομιλητής σημείωσε ότι η σύγχρονη θεολογία διατρέχει τον κίνδυνο να καταστεί μη βιώσιμη εάν δεν εκτιμήσει κατάλληλα την πρόσβαση στις κατακτήσεις των φυσικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Από τη άλλη πλευρά, η επιστήμη θα μπορούσε να μετατραπεί σε επιστημονισμό ή ένα είδος ιδεολογίας, εάν δεν καταφέρει να επιδείξει παρόμοια ανοικτότητα. Στη συνέχεια ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς, (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και Ορθοδόξου Θεολογικού Ινστιτούτου αγίου Σεργίου Παρισίων, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών,-EFOST, Βρυξέλλες), ανέπτυξε το θέμα «Κανονικό Δίκαιο. Η σημασία των κανόνων σήμερα». Στην εισήγησή του ο ομιλητής υποστήριξε ότι η σημαντική και αναγκαία διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την ιστορική συναφειακότητα αποτελεί πρωταρχικό κριτήριο και conditio sine qua non για τη μελέτη του κεντρικού ερωτήματος της συναφειακότητας στην ιστορία της Εκκλησίας. Η συναφειακότητα δεν προηγείται της αλήθειας, αλλά την ακολουθεί κατά τρόπο υποστατικό και δομικό (η αρχή της προτεραιότητας των ιερών Κανόνων). Η συναφειακότητα σχετικοποιείται, και η οντολογική της δύναμη περιορίζεται από το γεγονός ότι οι κανόνες «αφορούν» εξ ορισμού σε εσχατολογικές πραγματικότητες (η αρχή του εικονισμού των ιερών Κανόνων). Τέλος ο ομιλητής σημείωσε ότι οι κανόνες της Εκκλησίας διαθέτουν ξεκάθαρα ένα οντολογικό περιεχόμενο, τονίζοντας ότι αν και η ιστορική τους συναφειακότητα μπορεί να αποτελεί μια αναπόφευκτη πτυχή για την μελέτη τους, ωστόσο αυτή δεν περιορίζει σε καμιά περίπτωση την οντολογία τους.
Στην δεύτερη πρωινή συνεδρία, ο Χαράλαμπος Βέντης, (Δρ. Θεολογίας, Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών), εξέτασε το θέμα «Θεολογία και Ιστορία», από μια ορθόδοξη οπτική γωνία. Δίνοντας καταρχήν έμφαση στις πτυχές της χριστιανικής διδασκαλίας που επιβάλλουν μια εξ ολοκλήρου θετική στάση απέναντι στην ιστορία (λ.χ. την Ενσάρκωση), ο ομιλητής άσκησε κριτική σε εσωστρεφείς τάσεις της Εκκλησίας, που καθρεπτίζουν μια αποστασιοποίηση και αισθητή επιφυλακτικότητα σε σχέση προς την ιστορία, μια υποτίμηση της πολιτικής ή των προκλήσεων της νεωτερικότητας. Σύμφωνα με τον ομιλητή, η θεολογία είναι επιφορτισμένη με το προνόμιο της σχετικοποίησης των ιστορικών περιόδων και πολιτισμών, της διάλυσης των ψευδαισθήσεων του ιστορικού ντετερμινισμού, του εντοπισμού και της αντιμετώπισης των αδικιών και των ποικίλων μορφών βαρβαρότητας, προασπίζοντας έτσι την ανοικτή φύση του μέλλοντος, που διαμορφώνεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3:8).
Ο Διονύσιος Σκλήρης, (Μάστερ Πανεπιστημίου King’s College του Λονδίνου και Σορβόννης) παρουσίασε το θέμα «Η μαξιμιανή διαλεκτική ανάμεσα στον Λόγο, Τρόπο, το Τέλος σε μετανεωτερικό πλαίσιο και η σημασία της για τη θεολογική αξιολόγηση των φυλών και του εθνικισμού», όπου υποστήριξε ότι η διαλεκτική αυτή, όπως εντοπίζεται στο έργο του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί εκ νέου ως μια ιδιότυπη «θεολογία του διαλόγου». Μια τέτοια θεολογία θα μπορούσε να εμπλακεί σε διάλογο με την μετανεωτερικότητα, όπως επίσης και με συγκεκριμένα ρεύματα σκέψης, όπως λ.χ. την μετα-Εγελιανή διαλεκτική φιλοσοφία, έναν ορισμένο αντι-ουσιοκεντρισμό, κατάλληλο κατά την περίοδο μετά την γλωσσολογική στροφή στη φιλοσοφία και τη συναφή συμβολή του μετα-στρουκτουραλισμού, τη Λακανική και μετα-Λακανική ψυχαναλυτική σκέψη, τη φαινομενολογία κλπ. Ο ομιλητής παρουσίασε επίσης ένα παράδειγμα εφαρμογής μιας τέτοιας «θεολογίας του διαλόγου» (η οποία περιλαμβάνει επίσης κι άλλα ρεύματα της ορθόδοξης παράδοσης, όπως την τριαδική θεολογία των Καππαδοκών, την ανθρωπολογία του Γρηγορίου Νύσσης, την έμφαση της σχολής της Αντιόχειας στην ιστορικότητα κλπ.) στο θέμα της φυλής και του έθνους. Η προσέγγισή του βασίστηκε σε μια νεο-χαλκηδόνια λογική όπου οι διαιρέσεις καλούνται να μεταβληθούν σε διακρίσεις που βρίσκονται σε διάλογο, αναζητώντας μια τρίτη εναλλακτική αναφορικά με το δίλημμα ανάμεσα στον εθνικισμό και την αφηρημένη παγκοσμιότητα.
Στην πρώτη απογευματινή συνεδρία η Crina Gschwandtner, (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Fordham, – Νέα Υόρκη-Η.Π.Α.), μίλησε με θέμα «Φιλοσοφία και Θεολογία», όπου υποστήριξε ότι η φιλοσοφία υπηρετεί μια σημαντική λειτουργία στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης και μπορεί να βοηθήσει τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία να ασχοληθεί με τη συνάφεια του μετανεωτερικού κόσμου, στον οποίο ζούμε. Η ομιλήτρια πρότεινε ότι η σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, ειδικά η ερμηνευτική και η φαινομενολογία, μπορεί να προσφέρει σημαντικά εργαλεία για τη θεολογική σκέψη, δείχνοντας με ποιο τρόπο θα μπορούσε αυτή να αξιοποιηθεί με παραγωγικό τρόπο από την σύγχρονη ορθόδοξη σκέψη
Ο Βασίλειος Μακρίδης, (Καθηγητής Κοινωνιολογίας του Ορθόδοξου Χριστιανικού Πανεπιστημίου του Erfurt, Γερμανία), ανέπτυξε το θέμα «Ορθόδοξος Χριστιανισμός και Κοινωνικές Επιστήμες: Κοινωνιολογία, Κοινωνική Ανθρωπολογία, Πολιτική Επιστήμη». Σύμφωνα με τον ομιλητή, η Εκκλησία πάντοτε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είχε αντιμετωπίσει κοινωνικά ζητήματα (λ.χ. φτώχεια, αδικίες) και είχε αναπτύξει την ανάλογη φιλανθρωπική δράση. Υπάρχει επίσης στην ιστορία ένας πλούσιος θεολογικός στοχασμός πάνω σε κοινωνικά θέματα, από μια ορθόδοξη οπτική γωνία. Επιπλέον, η κοινωνική κριτική δεν είναι κάτι που απουσιάζει από τον αντίστοιχο θεολογικό λόγο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, κάποιος θα μπορούσε να εντοπίσει αρκετές διαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη Ανατολή και την Λατινική Δύση σε σχέση με την αντιμετώπιση κοινωνικών θεμάτων, ειδικά μάλιστα στην νεώτερη εποχή. Για παράδειγμα η Ορθόδοξη Ανατολή κατά βάση στερείται μιας συστηματοποίησης των θέσεων της Εκκλησίας με την μορφή μια «κοινωνικής διδασκαλίας», κάτι που αντίθετα απαντάται στην Δύση. Ο ομιλητής σημείωσε επίσης ότι οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες αναπτύχθηκαν ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές σκοπιμότητες και απολαμβάνουν σήμερα ένα πλήρως αυτονομημένο καθεστώς στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρ’ όλα αυτά τα αποτελέσματα των ερευνών τους λαμβάνονταν συχνά σοβαρά υπόψη, ως χρήσιμα για τις πρακτικές ανάγκες του έργου της Εκκλησίας με συνέπεια να περιλαμβάνονται σε επιστημονικά πεδία, όπως η «χριστιανική κοινωνιολογία». Ο ομιλητής προσέγγισε το ευρύτατο αυτό ζήτημα, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους η ορθόδοξη θεολογία μπορεί να ξεκινήσει έναν δημιουργικό διάλογο με τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, ενώ συζήτησε ορισμένες επιφυλάξεις που οφείλουν οι Ορθόδοξοι να έχουν κατά νου.
Στην δεύτερη απογευματινή συνεδρία, η οποία ήταν και η τελευταία του συνεδρίου, ο Davor Dzalto, (Καθηγητής Πανεπιστημίου του Niss, Πρόεδρος του Ινστιτούτου για τη Μελέτη του Πολιτισμού και του Χριστιανισμού, Βελιγράδι, Σερβία), εξέτασε το θέμα «Ορθοδοξία και Σύγχρονη τέχνη: μια αφύσικη συμμαχία;», όπου υποστήριξε ότι η θρησκεία κατέχει μια «ιδιάζουσα θέση» στη σύγχρονη τέχνη. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τη θέση της σύγχρονης τέχνης στη θρησκεία, και ειδικά στην ορθόδοξη θεολογία. Ο ομιλητής αναρωτήθηκε γιατί η σύγχρονη τέχνη και θρησκεία ακολούθησαν χωριστούς δρόμους στην ιστορία της μετανεωτερικότητας, ενώ διερεύνησε εάν η ορθόδοξη θεολογία και η σύγχρονη τέχνη θα μπορούσαν να μάθουν η μια απο την άλλη και με ποιό τρόπο θα μπορούσε να γίνει αυτό. Προκειμένου να εξετάσει τις πιθανές σχέσεις και τα αμοιβαία οφέλη τους ο ομιλητής ανέλυσε ορισμένες έννοιες που είναι βασικές τόσο στην ορθόδοξη θεολογία (ειδικά στην ανθρωπολογία) όσο και σε ορισμένες απο τις σημαντικότερες εκδηλώσεις της σύγχρονης τέχνης: δημιουργία/ δημιουργικότητα, ελευθερία και η κοινωνική διάσταση της ανθρώπινης (καλλιτεχνικής) εμπειρίας και ύπαρξης.
Ο Παντελής Καλαϊτζίδης, (Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Επισκέπτης Καθηγητής στο Ορθόδοξο θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου-Παρίσι και Επισκέπτης Ερευνητής του Πανεπιστημίου του Princeton), παρουσίασε το θέμα «Θεολογία και Λογοτεχνία: η περίπτωση του Nicolae Steinhardt», όπου υποστήριξε ότι η Εκκλησία και η θεολογία – ειδικά απο την πατερική εποχή – φαίνεται να έχουν ανάγκη την διαμεσολάβηση της φιλοσοφίας, ειδικά στην οντολογική εκδοχή της, στο πλαίσιο της σχέσης και του διαλόγου τους με τον κόσμο. Σύμφωνα με τον ομιλητή, στον ραγδαία μεταβαλλόμενο σύγχρονο κόσμο, όπου ο διαμεσολαβητικός ρόλος της οντολογικής φιλοσοφίας δεν είναι πλέον αυτονόητος, το ερώτημα είναι ποιος χώρος μπορεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο και να λειτουργήσει ως μεσίτης ανάμεσα στη θεολογία και την θύραθεν σκέψη, μεταφράζοντας στη συναφειακή γλώσσα και στα πρότυπα της εποχής μας τις αιώνιες αλήθειες και αξίες του χριστιανικού Ευαγγελίου. Ο ομιλητής διερεύνησε τις σχετικές δυνατότητες, χρησιμοποιώντας ως υπόθεση εργασίας τον διάλογο ανάμεσα στη θεολογία και τη σύγχρονη λογοτεχνία, όπου η τελευταία διεκδικεί μια μη θεολογική κατανόηση της παγκοσμιότητας, προσφέροντας στην θεολογία τη συναφειακή γλώσσα και τα σχήματα με τα οποία η θεολογία θα μπορούσε να μεταδώσει το μήνυμά της στους ανθρώπους της μετανεωτερικότητας, έτσι ώστε να πάψει να αντιμετωπίζει τα ζητήματα του παρόντος με μια ξεπερασμένη και αυτοαναφορική γλώσσα. Η σύγχρονη λογοτεχνία, και ειδικά το σύγχρονο μυθιστόρημα, το κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος της νεωτερικότητας, φαίνεται να αποτελεί την «φιλοσοφία» και την «θεολογία» του ατόμου, το «ευαγγέλιο» του θρησκευτικά απελευθερωμένου εκκοσμικευμένου κόσμου της νεωτερικότητας. Έτσι εξηγείται γιατί η λογοτεχνία εκπροσωπεί μια κοσμολογία και μια ανθρωπολογία, παρόμοια αλλά διαφορετική από αυτή της θεολογίας. Η σύγχρονη λογοτεχνία εκπροσωπεί ένα μη θεολογικό λόγο για την παγκοσμιότητα, έναν λόγο που, πέραν της αποσπασματικής οντολογικής γλώσσας της φιλοσοφίας, επιχειρεί να προσφέρει, μέσω της ποίησης, της αφήγησης και της χρήσης του λογοτεχνικού μύθου, συνειρμικές και πολυσήμαντες – και ταυτόχρονα περισσότερο περιληπτικές και παγκόσμιες- απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα του κόσμου και του ανθρώπου. Ο αφηγηματικός λόγος, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα που η φιλοσοφία φαίνεται ότι απέτυχε να απαντήσει, όπως το θεμελιώδες ερώτημα – από τον Πλωτίνο, και τον Αυγουστίνο μέχρι τον Heidegger- «τι είναι ο χρόνος». Ο ομιλητής παρουσίασε την περίπτωση του Ρουμάνου μοναχού και συγγραφέα Nicolae Steinhardt – του «Πατριάρχη της Ρουμανικής λογοτεχνίας», και μιας εξέχουσας προσωπικότητας των ευρωπαϊκών γραμμάτων, σύμφωνα με πολλούς κριτικούς-, ως ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για το είδος των προκλήσεων και δυνατοτήτων που η σύγχρονη λογοτεχνία προβάλλει στην θεολογία.
Μετά την τελευταία συνεδρία και πριν την ολοκλήρωση των εργασιών του συνεδρίου, ζητήθηκε από τους οικουμενικούς παρατηρητές, που συμμετείχαν στο συνέδριο χάρη στην πολύ γενναιόδωρη χορηγία του Προγράμματος για την Οικουμενική Θεολογική Εκπαίδευση του ΠΣΕ (ETE/WCC), να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά τους στα επί μέρους θέματα του συνεδρίου. Ο Stefan Tobler, (Καθηγητής στην Προτεσταντική Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Sibiu-Ρουμανία) σημείωσε την σπουδαιότητα του μεθοδολογικού ερωτήματος της συναφειακότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο οι διαφορετικές προσεγγίσεις από Προτεστάντες και Ορθόδοξους ερευνητές είναι κατά κύριο λόγο πολιτιστικής και όχι θεολογικής φύσεως. Επίσης τόνισε την πρόκληση της ιεραποστολής για μια δημιουργική συμβολή στο ζήτημα της συναφειακότητας και άσκησε κριτική σε λάθη που έχουν γίνει από τις δυτικές Εκκλησίες αναφορικά με τον ευαγγελισμό σε μη δυτικές, πολιτισμικά, περιοχές. Τέλος διατύπωσε ορισμένα σχόλια πάνω σε διάφορες τρέχουσες θεολογικές προκλήσεις (όπως λ.χ. την ερμηνευτική, τον ρόλο των γυναικών στην Εκκλησία κ.ά).
Η Ingeborg Gabriel, (Καθηγήτρια Κοινωνικής Ηθικής στην Καθολική θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης-Αυστρία) επεσήμανε καταρχήν την σπουδαιότητα του συνεδρίου. Διατύπωσε την γνώμη ότι ο Απόστολος Παύλος υπήρξε ο πρώτος συναφειακός θεολόγος, σημειώνοντας ότι οι θεολογίες των Πατέρων και των Σχολαστικών υπήρξαν επίσης συναφειακές. Σχολιάζοντας την θεματική του συνεδρίου, αναφέρθηκε σε παρόμοιες συζητήσεις και ρεύματα στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη διάρκεια του περασμένου αιώνα (λ.χ. την περίπτωση της nouvelle theologie), που επιθυμούσαν να ωφεληθούν από τον θησαυρό της παράδοσης προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Παρά τις ομολογιακές διαφορές, φαίνεται ότι υπάρχει κοινό έδαφος και πολλά κοινά προβλήματα και αυτά είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν σε οικουμενική προοπτική. Επίσης η ομιλήτρια υπογράμμισε υπάρχει την αναγκαιότητα για νέες θεολογικές συμβολές, μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα οικονομίας, τεχνολογίας ή και κοινωνικών θεμάτων. Στο σημείο αυτό η Καθηγήτρια Gabriel αναφέρθηκε στις κοινές οικουμενικές πρωτοβουλίες στην Αυστρία σε σχέση με την κοινωνική δράση και τόνισε ιδιαίτερα στον ρόλο του αείμνηστου Μητροπολίτη Μιχαήλ Στάικου (Οικουμενικό Πατριαρχείο) στην προοπτική αυτή. Τέλος επεσήμανε ότι κάθε θεολογία είναι συναφειακή, υποστηρίζοντας ότι η πρόκληση είναι ακριβώς αυτή, δηλαδή να είναι είτε ενεργητικά είτε παθητικά (έστω) συναφειακή.
Ο Graham Ward, (Καθηγητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης-Μεγάλη Βρετανία, ιερέας της Εκκλησίας της Αγγλίας), αναφέρθηκε στην τρέχουσα κρίση στους κόλπους του Αγγλικανισμού, σε σχέση με την χειροτονία των γυναικών, ή την στάση έναντι των ομοφυλόφιλων ζευγαριών κλπ. Αναφέρθηκε επίσης σε σημαντικές πολιτισμικές αλλαγές που καθρεπτίζονται στην ευρεία χρήση όρων, όπως η μετα-εκκοσμίκευση, ή η απο-εκκοσμίκευση, στην κριτική της εκκοσμίκευσης ως μια μορφή καταπιεστικής ιδεολογίας, ή στην επανεκτίμηση της σημασίας του μυστηριακού και πνευματικού πεδίου. Ο Καθηγητής Ward άσκησε κριτική στις θεολογικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε μια ουσιοκρατική μεταφυσική και τόνισε την σημασία του οικουμενισμού αναφορικά με τη συζήτηση για τη συναφειακότητα, επισημαίνοντας ότι οι Ορθόδοξοι δεν πρέπει να αισθάνονται μόνοι στις θεολογικές προσπάθειές τους ή στον προβληματισμό τους για τη σχέση ανάμεσα στην εκκλησιολογία, την εθνικότητα και την διεθνικότητα. Σύμφωνα με τον ομιλητή, είναι πολύ σημαντικό να αναγνωρίζει κάποιος ότι οι χριστιανοί δεν έχουν ανάγκη να υιοθετούν πλέον μια στάση απολογητική κι ότι οφείλουν να σταματήσουν να φοβούνται την αμφισβήτηση.
Στο τέλος του συνεδρίου, ο Καθηγητής Radu Preda και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης ευχαρίστησαν εκ μέρους των διοργανωτών τους συμμετέχοντες, το προσωπικό και τους χορηγούς για την πολύ σημαντική συμβολή τους στην επιτυχή διεξαγωγή και ολοκλήρωση του Συνεδρίου. Την Κυριακή, 26 Μαΐου, οι σύνεδροι έλαβαν μέρος στη Θεία Λειτουργία που τελέστηκε στον Ορθόδοξο Καθεδρικό Ναό του Cluj, που είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Επίσης, συμμετείχαν και στον Εσπερινό που τελέστηκε την ίδια μέρα, χοροστατούντος του Μητροπολίτη Cluj Ανδρέα, ο οποίος και προσέφερε δείπνο στους συνέδρους, ευχαριστώντας τους για τη σημαντική συμβολή τους στο Συνέδριο, του οποίου η θεματική έχει εξαιρετική σπουδαιότητα.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι το Συνέδριο μεταδόθηκε ζωντανά από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό “Radio Renasterea” της Ορθόδοξης Μητροπόλεως του Cluj, ενώ για την πραγματοποίησή του σημαντική υπήρξε η ευγενική χορηγία της Γραμματείας Θρησκευμάτων της Ρουμανικής Κυβέρνησης, του Περιφερειακού Συμβουλίου της πόλης του Cluj, του Δημάρχου και του Δημοτικού Συμβουλίου της Cluj-Napoca, της Τράπεζας Banca Transilvania, του Προγράμματος για την οικουμενική θεολογική εκπαίδευση του Π.Σ.Ε. (ETE/WCC) και των εταιριών Skoda Compexit, Fany και Daisler Print House.