Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος σε συνεργασία με την Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή της Κεντρικής Ιταλίας, διοργάνωσε στις 6-7 Ιουνίου Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Το Παρόν και το Μέλλον των Βιβλικών Σπουδών στην Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία». Το συνέδριο φιλοξενήθηκε στις εγκαταστάσεις της Καθολικής Θεολογικής Σχολής της Κεντρικής Ιταλίας και το παρακολούθησαν ο Καρδινάλιος Giuseppe Betori, Αρχιεπίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Φλωρεντία, Πρόεδρος του Συμβουλίου Διοίκησης της Θεολογικής Σχολής, ο Αρχιεπίσκοπος του Arezzo κ. Riccardo Fontana, ο Υπογραμματέας του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών π. Andrea Palmieri, ο Εφημέριος της Ελληνικής Ορθοδόξου Ενορίας του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου π. Νικόλαος Παπαδόπουλος, καθώς και πολλοί καθηγητές, μελετητές της Βίβλου, ιερείς και λαϊκοί τόσο από τη Ρωμαιοκαθολική όσο και την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Κατά την έναρξη του Συνεδρίου σύντομους χαιρετισμούς απηύθυναν ο Καρδινάλιος Giuseppe Betori (Αρχιεπίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Φλωρεντία), ο Καθηγητής Stefano Tarocchi (Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής της Φλωρεντίας) και ο Δρ. Παντελής Καλαϊτζίδης(Διευθυντής της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου), ενώ ο π. Χρίστος Χαχαμίδης (Δρ. Θεολογίας, κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και μέλος του ΔΣ της Ακαδημίας) διάβασε χαιρετισμό εκ μέρους του απουσιάζοντος Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου.
Στην πρώτη συνεδρία ο Καθηγητής Stefano Tarocchi (Θεολογική Σχολή Φλωρεντίας) παρουσίασε το θέμα «Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης στη Ρωμαιοκαθολική παράδοση». Σύμφωνα με τον ομιλητή, ο εισαγωγικός κανόνας της «Γενικής Συνόδου της Αφρικής στην Ιππώνα» διακηρύσσει: «(θεσμοθετείται οτι) πέραν των κανονικών Γραφών, τίποτε δεν μπορεί να διαβάζεται στην Εκκλησία φέροντας το όνομα των θείων Γραφών». Μια συζήτηση η οποία είχε διαρκέσει επί αιώνες παρέμεινε κατά κάποιο τρόπο αφανής. Ο Αυγουστίνος επίσης, πριν μας εφοδιάσει με τον ισχύοντα -ακόμη- κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης έγραψε: «Τώρα αναφορικά με τις κανονικές Γραφές, κάποιος οφείλει να ακολουθήσει την απόφαση του μεγαλύτερου αριθμού των Καθολικών Εκκλησιών, και μεταξύ αυτών βεβαίως, σημαντική θέση πρέπει να δοθεί σ’ αυτόν που θεωρείται ότι κάθεται στη θέση του Αποστόλου και λαμβάνει τις επιστολές». Αυτός είναι ο τρόπος που τα 27 βιβλία καθιερώθηκαν στην λατινική παράδοση, δια μέσου των αιώνων, παρά τις όποιες αμφιταλαντεύσεις, όπως λ.χ. στην περίπτωση των Παύλειων επιστολών. Η Λέκτωρ Αικατερίνη Τσαλαμπούνη (Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.), ανέπτυξε το θέμα «Ο κανόνας της Καινής Διαθήκης στην Ορθόδοξη παράδοση». Σύμφωνα με την ομιλήτρια, μολονότι υπάρχει γενικά συμφωνία στη Δύση και στην Ανατολή όσον αφορά στον κανόνα των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, ορισμένα ιστορικά και θεολογικά ζητήματα παραμένουν ανοικτά. Επιπλέον, φαίνεται ότι ο τρόπος που αυτός κατανοείται στον Χριστιανισμό της Δύσης και της Ανατολής είναι διαφορετικός. Μέσα από μία συζήτηση των θεολογικών όρων κανονικότητας σύμφωνα με τις πατερικές πηγές καθώς επίσης και μέσα από τη διερεύνηση της σχέσης του Κανόνα με την Εκκλησία, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, στην εν λόγω εισήγηση τονίστηκε αυτή η διαφορά καθώς και τα ρευστά όρια του κανόνα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Υποστηρίχθηκε ότι (α) ο σχηματισμός του κανόνα ήταν μία σύνθετη διεργασία που υπαγορεύθηκε από εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς παράγοντες κι ο κανόνας διατήρησε μία ρευστότητα και αμφισημία στις ανατολικές Εκκλησίας, (β) υπάρχει μία αλληλεξάρτηση του Κανόνα και του κανόνα της πίστης και (γ) αυτή η ιδιαίτερη σχέση επιτρέπει την ποικιλία κι εγγυάται ταυτόχρονα την ενότητα του Κανόνα, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τα όριά του ρευστά επιτρέποντάς τον από θεολογικής απόψεως να παραμένει ανοικτός. Ο Αν. Καθηγητής Χρήστος Καρακόλης (Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών), ανέπτυξε το θέμα «Πατερική παράδοση, Ορθόδοξη θεολογία και η σημασία της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Στο πρώτο μέρος αναλύθηκε η εξέλιξη της πατερικής ερμηνευτικής παράδοσης μέχρι και την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επίσης ο ομιλητής έθιξε ζητήματα πρωτοτυπίας της βιβλικής ερμηνείας, της κατ’ ιδίαν μελέτης της Αγίας Γραφής και της αυθεντίας των κλασικών πατερικών ερμηνειών. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκε σε αδρές γραμμές η σχέση της Ορθόδοξης Θεολογίας του 20ού αιώνα με τη Βίβλο και τη βιβλική επιστήμη. Στο πλαίσιο αυτό έγινε αναφορά στις χριστιανικές αδελφότητες θεολόγων, στη θεολογία της δεκαετίας του ’60, στην περιθωριοποίηση της βιβλικής επιστήμης και στην ταύτιση ορθόδοξης και πατερικής θεολογίας. Στο τρίτο μέρος απαριθμήθηκαν οι τομείς της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ζωής, στους οποίους έχει περιοριστεί η σημασία της Βίβλου. Η εισήγηση ολοκληρώθηκε με συγκεκριμένες προτάσεις για την επαναφορά της Βίβλου στο επίκεντρο της ζωής της Εκκλησίας. Ο Καθηγητής Roberto Filippini (Theological Studium, Camaiore), ανέπτυξε το θέμα «Αγία Γραφή και Παράδοση στο Ρωμαιοκαθολικισμό». Ο εισηγητής υποστήριξε ότι η επίπονη και σε βάθος μελέτη της έννοιας της μετάδοσης της θείας αποκάλυψης πρέπει να αναγνωριστεί ως ένα από τα πιο θετικά και καρποφόρα αποτελέσματα της Β’ Βατικανής Συνόδου. Χάρη στο παράδειγμα της αποκάλυψης ως αυτο-επικοινωνίας του Τριαδικού Θεού, με τον διαλογικό-προσωποκεντρικό και ιστορικό-Χριστοκεντρικό χαρακτήρα της, όπως επίσης και τον σωτηριολογικό-κοινωνιακό στόχο της, σε σχέση με την επιθυμία του ανθρώπου για capax Dei (DV 1-6) και χάρη στη δυναμική και ζωντανή έννοια της παράδοσης, που νοείται ως αυτή η ίδια η ζωή της Εκκλησίας (DV 7-10), το Διάταγμα Dei Verbum προχωράει πέρα από το αρχαιότατο ζήτημα για τις δύο πηγές της Αποκάλυψης και προτείνει μια θεώρηση, όπου η ιερή παράδοση και οι ιερές Γραφές «συνδέονται στενά και επικοινωνούν μεταξύ τους» (DV 9). Η Αποκάλυψη, ακόμα και όταν θεωρείται ολοκληρωμένη, εξακολουθεί να είναι ο πάντοτε σύγχρονος και επίκαιρος Λόγος που έχει ανατεθεί στην Εκκλησία, στην παράδοση και την Αγία Γραφή, σ’ αυτήν ακριβώς την αλληλεξάρτησή τους. Αυτά στην πραγματικότητα παρουσιάζονται στην αρχική τους μορφή, ως ενιαία στοιχεία με τις ποικίλες συνδέσεις τους, ως μια “ενιαία ιερή παρακαταθήκη” (DV10), η οποία δεν είναι αδρανής, διότι μέσω αυτών ο Λόγος του Θεού μεταδίδεται, στην Εκκλησία, σε όλους τους ανθρώπους σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, αυξάνοντας την κατανόησή της με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος (DV 8).
Στην απογευματινή συνεδρίαση ο Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου(Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.) μίλησε με θέμα «Η θεοπνευστία της Βίβλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Σύμφωνα με τον ομιλητή, αν και τα γραπτά των Πατέρων και οι αποφάσεις των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων περιγράφουν την Βίβλο ως ‘θεία’, ωστόσο δεν θα συναντήσει κανείς μια θεωρητική προσέγγιση της σημασίας του όρου, ούτε την ανάπτυξη μιας συστηματικής διδασκαλίας για τη συνεργασία του θείου και ανθρώπινου παράγοντα στην Βίβλο. Το ερώτημα για τον «λόγο του Θεού» στην ελληνορθόδοξη φιλολογία εμφανίζεται στο τέλος του 18ου αιώνα και εξής, πιθανότατα υπό την επίδραση σχολαστικών θεολογικών θεωρήσεων, που αναπτύχθηκαν από δυτικούς θεολόγους. Απο τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη μέχρι τους θεολόγους του 20ου αιώνα, η θεολογική σκέψη βασίστηκε στην διάκριση ανάμεσα στα κείμενα που είναι γραμμένα «δια της θεοπνευστίας» και σε εκείνα που γράφτηκαν «υπο την καθοδήγηση» του Θεού. Στις μέρες μας, η βιβλική επιστήμη και η συστηματική θεολογική προσέγγιση συμφωνούν ότι η θεοπνευστία της Βίβλου είναι κατανοητή μονάχα μέσα στο πλαίσιο της κοινότητας. Η μαρτυρία της Γραφής δεν αναφέρεται σε μια αντικειμενικά επαληθεύσιμη πηγή αλλά στην ζώσα παράδοση του λαού του Θεού, και δεν θα μπορούσε να έχει καμιά εξουσία εκτός Εκκλησίας. Ο Δρ. Alessandro Biancalani (Θεολογική Σχολή Φλωρεντίας), ανέπτυξε το θέμα «Η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας περί θεοπνευστίας». Στην εισήγησή του ο ομιλητής ανέπτυξε την διδασκαλία της θεοπνευστίας στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με αφετηρία μια βασική αρχή: η θεοπνευστία αναγνωρίζει την θεία διαμεσολάβηση σε όλα τα επίπεδα, έτσι ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι το βιβλίο είναι θεόπνευστο, ότι ο συγγραφέας εμπλέκεται πλήρως ως «αγιογράφος», αλλά επίσης μπορεί να ειπωθεί ότι ο Θεός είναι ο «αληθινός συγγραφέας». Προκειμένου να διασαφηνίσει τα επιμέρους αυτά επίπεδα θεοπνευστίας, ο ομιλητής χώρισε την εισήγησή του σε δύο μέρη ή δυο προσεγγίσεις: τη διαχρονική και τη συγχρονική. Από την μια πλευρά είναι αναγκαίο να ανιχνευθούν εκ νέου τα βήματα του Magisterium, στην κατεύθυνση της αποσαφήνισης των τριών παραπάνω επιπέδων, ενώ από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου ουσιαστικό, πάντοτε από την οπτική γωνία της σχετικής διαμεσολάβησης του Magisterium, να αναπτυχθούν περαιτέρω τα θέματα των θεόπνευστων βιβλίων και του κάθε συγγραφέα, του «αγιογράφου». Κλείνοντας την εισήγησή του ο ομιλητής συζήτησε το ζήτημα του “Deus auctor”, όπως περιγράφηκε από την εγκύκλιο Verbum Domini του Πάπα Βενέδικτου 16ου , η οποία αφορά στην ερμηνεία των κειμένων από την οπτική γωνία της ερμηνευτικής της πίστης. Ο Καθηγητής Gérard Rossé(Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Sophia, Loppiano), ανέπτυξε το θέμα «Οι ερμηνευτικές μέθοδοι της βιβλικής εξήγησης στο Ρωμαιοκαθολικισμό». Επιδίωξη του ομιλητή ήταν να παρουσιάσει την εξέλιξη της προσέγγισης της Βίβλου, ξεκινώντας από τους Πατέρες της Εκκλησίας, δια μέσω των Μέσων Χρόνων, μέχρι σήμερα. Ειδική σημασία δόθηκε στην αλλαγή παραδείγματος που έλαβε χώρα μετά την περίοδο του Διαφωτισμού, όπου ο λόγος έλαβε προτεραιότητα έναντι της πίστης και αναδείχθηκε η ιστορική-κριτική μέθοδος, ακολουθούμενη από άλλες μεθόδους μελέτης του κειμένου. Ο ομιλητής επέμεινε επίσης στη σπουδαιότητα των πιστών, με ιδιαίτερη αναφορά στην εγκύκλιο Dei Verbum της Β’ Βατικανής Συνόδου και στην Εγκύκλιο της Ποντιφικής Βιβλικής Επιτροπής «Η ερμηνεία της Βίβλου στην Εκκλησία (1993).
Στην μοναδική συνεδρία της δεύτερης μέρας, ο Αν. Καθηγητής Ιωάννης Φωτόπουλος (Saint Mary’s College, Notre Dame, ΗΠΑ), ανέπτυξε το θέμα «Το παρόν και το μέλλον των βιβλικών σπουδών στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Στην εισήγησή του, ο ομιλητής αναφέρθηκε στη σημασία της παπικής εγκυκλίου, Divino Afflante Spiritu (1943), και Dei Verbum (1965) της Β’ Βατικανής Συνόδου για τις σύγχρονες Βιβλικές Σπουδές στον Ρωμαιοκαθολικισμό, και στο πώς η έμφαση του Βατικανού στις λογοτεχνικές μορφές επηρέασαν σημαντικά την Ρωμαιοκαθολική βιβλική επιστήμη με τον πιο θετικό τρόπο. Ο συγγραφέας σημείωσε, ωστόσο, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν παρατηρήθηκε κάποια αναλογία προς αυτά τα ρωμαιοκαθολικά διατάγματα. Δεν είχαμε πατριαρχικές εγκυκλίους παρόμοιες με αυτά, ούτε διαθέτουμε μια παγκόσμια ορθόδοξη βιβλική επιτροπή υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, παρά την πραγματικότητα αυτή, υπάρχουν πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί ερευνητές που χρησιμοποιούν την ιστορικο-κριτική μέθοδο με γόνιμο τρόπο για τη μελέτη των Γραφών, καθώς και πολλές από τις λεγόμενες «νέες μεθόδους» της βιβλικής επιστήμης. Ο συγγραφέας αναφέρθηκε στο γεγονός ότι πολλοί σύγχρονοι Ορθόδοξοι ερευνητές της Βίβλου έχουν λάβει το διδακτορικό τους δίπλωμα από μεγάλα πανεπιστήμια, έχοντας εκπαιδευτεί από μερικούς από τους κορυφαίους μελετητές της Βίβλου στον κόσμο. Πράγματι, οι ορθόδοξοι βιβλικοί ερευνητές κατέχουν πλέον τακτικές θέσεις σε πολλά αξιόλογα μη Ορθόδοξα κολλέγια και πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Πολλοί άλλοι σημαντικοί ορθόδοξοι βιβλικοί ερευνητές κατέχουν έδρες σε κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, το Λίβανο, τη Ρουμανία, τη Σερβία και τη Ρωσία. Παρόλες τις επιτυχίες αυτές, σημείωσε ο ομιλητής, ακόμα φαίνεται να υπάρχει μια γενική αδιαφορία για την Ορθόδοξη ιστορικο-κριτική μελέτη των Γραφών, αν όχι μια παντελής εχθρότητα προς αυτή, από την πλευρά πολλών κληρικών και μοναχών που προτιμούν να επαναλαμβάνουν την εξήγηση ενός μικρού αριθμού πατέρων, θεωρώντας ότι αυτή είναι «η» ορθόδοξη ερμηνεία ενός συγκεκριμένου βιβλικού κειμένου. Ωστόσο, μια τέτοια πρακτική παραγνωρίζει το πνεύμα των πατέρων που ακατάπαυστα μελετούσαν τις Γραφές, έκαναν χρήση των επιστημονικών μεθόδων της εποχής τους, και προσφέφεραν μια μεγάλη ποικιλία από βιβλικές ερμηνείες. Ο συγγραφέας κατέληξε επισημαίνοντας ότι, αν και εμείς οι Ορθόδοξοι έχουμε κάνει κάποια σημαντικά βήματα στις βιβλικές σπουδές κατά τα τελευταία 100 χρόνια, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε. Χρειάζεται να δοθεί σημαντική έμφαση στην μελέτη των Γραφών εκ μέρους της ιεραρχίας σε συνεννόηση με τους Ορθόδοξους βιβλικούς ερευνητές όπως επίσης πρέπει να εξεταστεί και μια καλά αιτιολογημένη πορεία προς τα εμπρός. Θεωρείται επομένως βέβαιο ότι απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος προς όφελος των Ορθόδοξων βιβλικών σπουδών.
Ο Επ. Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζάρρας (Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών), μίλησε με θέμα «Ιουδαίοι, Ιουδαϊκές σπουδές και ιουδαιοφοβία στη σύγχρονη Ελλάδα». Σύμφωνα με τον ομιλητή, από τα αρχαία χρόνια, οι Ιουδαίοι είχαν μια διαρκή και σημαντική παρουσία στην Ελλάδα τόσο σε θρησκευτικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο. Έχοντας ως βασικό τους κέντρο τη Θεσσαλονίκη που ακτινοβολούσε για αιώνες, μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να συμβάλουν στην διαμόρφωση ολάκερης της μεσογειακής πολιτιστικής ταυτότητας. Ωστόσο, αν και είχαν διανύσει πολύ δρόμο μαζί με τους χριστιανούς αδελφούς τους, ως αυθεντικά παιδιά του Αβραάμ, αντι-ιουδαϊκά αισθήματα και στάσεις εμφανίζονταν συχνά, ακόμα και μεταξύ των μορφωμένων. Σε έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, η εκπαίδευση και η προώθηση των ιουδαϊκών σπουδών θα βοηθήσει στη θεραπεία βαθιά ριζωμένων παρανοήσεων και θα οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Ο Καθηγητής Luc Mazzinghi (Καθολική Θεολογική Σχολή Φλωρεντίας και Ποντιφικό Βιβλικό Ινστιτούτο, Ρώμη), ανέπτυξε το θέμα «Η θέση των Βιβλικών σπουδών στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μετά την Διάταξη Dei Verbum της Β΄ Βατικανής Συνόδου». Στην εισήγησή του ο ομιλητής τόνισε ορισμένες σημαντικές πτυχές σε σχέση προς την καθολική εξηγητική, όπως αυτή γίνεται κατανοητή στις μέρες μας, υπο το φως της Β’ Βατικανής Συνόδου. Καταρχάς, η εισήγηση ασχολήθηκε με τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν οι Γραφές μέσα στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, υπο το φως σύνολης της Β’ Βατικανής Συνόδου. Δεύτερον, ο εισηγητής μελέτησε την έννοια της «Αποκαλύψεως» στο Διάταγμα DV2, ως «διαλογική» και «ιστορική» αποκάλυψη. Η Αποκάλυψη λαμβάνει χώρα, ως διάλογος ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο. Αυτό συνεπάγεται ότι η Αποκάλυψη δεν έχει ως αντικειμενό της μια αφηρημένη ή δογματικά κωδικοποιημένη αλήθεια, αλλά τη δημιουργία μιας διαπροσωπικής σχέσης. Η ιστορία του κόσμου διαφωτίζει τον Λόγο και με τη σειρά του διαφωτίζεται από αυτόν. Τρίτον, η εισήγηση ασχολήθηκε με το πρόβλημα της ερμηνευτικής, όπως παρουσιάζεται στο Διάταγμα DV 12-13, η οποία οφείλει να είναι ταυτόχρονα θεολογικά και ιστορικο-κριτικά προσανατολισμένη. Τέλος, ο εισηγητής επεχείρησε να υπογραμμίσει ορισμένα λυμένα προβλήματα και να αναδείξει ανοικτά ερωτήματα στην καθολική εξηγητική μετά το Διάταγμα της DV, ειδικά υπο το φως της Εγκυκλίου της Ποντιφικής Βιβλικής Επιτροπής το 1993. Ο Ομ. Καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης (Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.), μίλησε με θέμα «Η λειτουργική χρήση των σύγχρονων μεταφράσεων στη σύγχρονη ελληνόφωνη Ορθοδοξία». Ο ομιλητής παρουσίασε μια ιστορική και θεολογική διαδρομή σε 12 βήματα, προσπαθώντας να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους υπάρχει δισταγμός στην Ελλαδική Ορθοδοξία να χρησιμοποιείται η Βίβλος με ένα περισσότερο κατανοητό τρόπο στη λειτουργία. Ο ακαθόριστος και μη κλειστός κανόνας, η ριζοσπαστική κατανόηση της βιβλικής αυθεντίας, η απόρριψη της παράδοσης της Αντιόχειας, σε συνδυασμό με μια πρόσφατη υπερβολική δόση εσχατολογίας και την «σύγχρονη» κατανόηση της Βίβλου, οδήγησαν σε μια σημαντική κληρονομιά που εμπόδισε την βιβλική και λειτουργική ανανέωση. Ανεξάρτητα από αυτό, η Εκκλησία στην Ελλάδα εγκαινίασε εδώ και 15 σχεδόν χρόνια, ένα επίσημο, αν και χωρίς επιτυχία πρόγραμμα λειτουργικής ανανέωσης. Η χρήση της Βίβλου, όχι μόνο στη λειτουργία αλλά και στη ζωή της Εκκλησίας, αποτελεί επείγουσα ανάγκη, εξαιτίας της βαθμιαίας απώλειας του προφητικού χαρακτήρα της Εκκλησίας, που είναι περισσότερο φανερός στην Βίβλο. Η τελική πρόταση του ομιλητή ήταν ο συνδυασμός της παραγνωρισμένης αυτής προφητικής και παραδοσιακά εσχατολογικής διάστασης της ορθόδοξης πίστης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραδοσιακή λειτουργία.
Με τη λήξη του Συνεδρίου έλαβε χώρα ενδιαφέρουσα συζήτηση για την ευρύτερη θέση της Βίβλου και των βιβλικών σπουδών στα προγράμματα σπουδών των Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Πανεπιστημίων, ενώ εκφράστηκε η επιθυμία για τη συνέχιση της συνεργασίας ανάμεσα στους δυο φορείς, με τη διοργάνωση του επόμενου συνεδρίου πάνω σε κάποιο βιβλικό θέμα μέτα από δυο χρόνια στο Βόλο.
Η Καθολική Θεολογική Σχολή της Κεντρικής Ιταλίας διοργάνωσε για τους συμμετέχοντες στο συνέδριο ξενάγηση στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας (Duomo) και το Βαπτιστήριο, ενώ το Σεμινάριο της Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής της Φλωρεντίας υποδέχτηκε τους ορθόδοξους συνέδρους στη διάρκεια γεύματος που παρατέθηκε προς τιμή τους.