Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες Πατρός Γεωργίου Φλορόφσκι (1893-1979)
Βιβλιοπαρουσίαση του έργου:
Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες
Πατρός Γεωργίου Φλορόφσκι (1893-1979)
Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 11-13.
Τίτλος πρωτοτύπου: The Byzantine Ascetic and Spiritual Fathers © BUCHERVERTRIEBSANSTALT. © 1992 Για την ελληνική γλώσσα Πουρναράς Παναγιώτης Καστριτσίου 12 Θεσσαλονίκη ISBN: 960-242-031-6.
Ένα πολύ σημαντικό έργο παγκόσμιας ακτινοβολίας, γραμμένο από έναν μεγάλο, παγκόσμιας ακτινοβολίας γνώστη της Ορθόδοξης Θεολογίας, που ερευνά σε βάθος και πολύπλευρα το θέμα του Μοναχισμού. Αφ’ ενός τεκμηριώνει τη Χριστιανικότητα αυτής της Ορθόδοξης πρακτικής, αφ’ ετέρου διεισδύει σε βάθος στις αιτίες του Αντιμοναχισμού της Προτεσταντικής Δύσης. Εξετάζει και ΑΝΑΙΡΕΙ ολοκληρωτικά κάθε Προτεσταντικό έρεισμα κατά του Μοναχικού ιδεώδους, και εκθέτει τον Αντιμοναχισμό του Προτεσταντισμού ως ψυχοπαθολογική κατάσταση των ιδρυτών του, εμφυτευμένη σ’ αυτούς λόγω ψυχολογικών καταλοίπων της αίρεσης του Παπισμού. Και όλα αυτά στηρίζονται σε πραγματικά γραπτά ντοκουμέντα των ίδιων των ιδρυτών, και του Χριστιανισμού, αλλά και του Προτεσταντισμού!
Ακολουθεί ο πρόλογος του Συγγραφέα από το ίδιο το βιβλίο: Οι Βυζαντινοί Ασκητικοί και Πνευματικοί Πατέρες. Μετάφραση Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Εκδόσεις Πουρναρά. Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 5-9:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (1978)
Αυτοί οι τέσσερες τόμοι για τους Ανατολικούς Πατέρες του 4ου αιώνα και τους Βυζαντινούς Πατέρες από τον 5ο μέχρι τον 8ο αιώνα δημοσιεύτηκαν αρχικά το 1931 και 1933 στα Ρωσσικά. Περιλαμβάνουν τις διδασκαλίες μου στο Ινστιτούτο Ορθόδοξης Θεολογίας στο Παρίσι από το 1928 μέχρι το 1931 και δημοσιεύτηκαν στην αρχή στα Ρωσσικά λίγο – πολύ με τη μορφή που είχαν λεχθεί στο Ινστιτούτο. Γι’ αυτό δεν έχουν ακριβείς παραπομπές και κατάλληλες υποσημειώσεις. Ένας άλλος λόγος για την παράλειψη παραπομπών στις εκδόσεις τού 1931 και 1933 είναι ότι τα βιβλία εκδόθηκαν τότε με δικά μου έξοδα και ήταν επομένως αναγκαία η αυστηρή οικονομία. Στην πραγματικότητα, η δημοσίευση τους κατέστη δυνατή μόνο ύστερα από τη γενναιόδωρη συμβολή και βοήθεια προσωπικών φίλων μου. Αυτές οι Αγγλικές εκδόσεις πρέπει να αφιερωθούν στη μνήμη τους. Η πρωτοβουλία για την αρχική δημοσίευση πάρθηκε από την κ. Ελισάβετ Skobtsov, που έγινε αργότερα Ορθόδοξη μοναχή και είναι γνωστή με το μοναστικό της όνομα της Μητέρας Μαρίας. Αυτή δακτυλογράφησε τα αρχικά χειρόγραφα και μπόρεσε να πείσει τον κ. Ηλία Fondaminsky, που ήταν εκείνο τον καιρό ένας από τους εκδότες της περίφημης Ρωσσικής επιθεώρησης Sovremennye Zapiski (Σύγχρονα Χρονικά), να αναλάβει την οικονομική ευθύνη. Και οι δύο αυτοί χάθηκαν κατά τραγικό τρόπο στα Γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Παρακινήθηκαν από την πεποίθηση ότι βιβλία στα Ρωσσικά για τους Πατέρες της Εκκλησίας χρειάζονταν πάρα πολύ, όχι μόνο για τους φοιτητές της Θεολογίας, αλλ’ επίσης και για τον πολύ ευρύτερο κύκλο εκείνων που ενδιαφέρονταν για δογματικά και πνευματικά θέματα και απόψεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Παράδοσης. Η προσδοκία τους δικαιώθηκε πλήρως: οι τόμοι στα Ρωσσικά πουλήθηκαν γρήγορα και έτυχαν θερμής υποδοχής από τον τύπο γενικά.
Όταν άρχισα να διδάσκω στο Ινστιτούτο στο Παρίσι, ως Καθηγητής της Πατρολογίας, είχα να αντιμετωπίσω ένα προκαταρκτικό μεθοδολογικό πρόβλημα. Το ερώτημα του σκοπού και τού τρόπου των Πατερικών σπουδών το αμφισβητούσαν έντονα οι ειδικοί για πολύ χρόνο. (Υπάρχει ένα εξαιρετικό βιβλίο από τον Fr. J. de Ghellinck, S. J., Πατρολογία και Μεσαίωνας, τόμος II, 1947, σελ. 1-180). Η επικρατούσα τάση ήταν να βλέπουν την Πατρολογία ως ιστορία της Αρχαίας Χριστιανικής Γραμματείας, και τα καλύτερα νεότερα εγχειρίδια Πατρολογίας στη Δύση γράφτηκαν ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο: οι Bardenhewer, Cayre, Tixeron, Quasten, οπαδοί αυτής της σχολής σκέψεως, έκαναν σποραδικές μόνο αναφορές σε ορισμένα σημεία τού δόγματος αλλ’ η προσέγγιση τους ήταν αναμφιβόλως νόμιμη και χρήσιμη. Οπωσδήποτε, μια άλλη συγγενής επιστήμη γεννήθηκε τον τελευταίο αιώνα, η Iστορία Δογμάτων, ή η σχολή της Ιστορίας του δόγματος. Εδώ οι επιστήμονες ενδιαφέρονταν όχι τόσο πολύ με επί μέρους συγγραφείς η διανοητές αλλά μάλλον με ο, τι μπορεί να ονομαστεί ως η «εσωτερική διαλεκτική» του Χριστιανικού «πνεύματος» και με είδη και τάσεις της Χριστιανικής σκέψεως.
Κατά τη γνώμη μου οι Δυο αυτές προσεγγίσεις στο ίδιο υλικό μπορούν να συνδυαστούν και να αλληλοσυμπληρωθούν. Προσπάθησα αυτό ακριβώς να κάνω με την αναθεώρηση ενός μέρους από το υλικό για τις Αγγλικές εκδόσεις. Έχω γράψει μερικά καινούρια πράγματα για την εξωτερική ιστορία και Ιδιαίτερα για τις Οικουμενικές Συνόδους. Αλλά στην ουσία η Πατρολογία πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από ένα είδος Ιστορίας της Γραμματείας. Πρέπει να αντιμετωπίζεται μάλλον ως ιστορία του Χριστιανικού δόγματος, αν και οι Πατέρες ήταν πρώτα απ’ όλα «μάρτυρες της αληθείας» (testes veritatis), μάρτυρες της πίστεως. Η «θεολογία» είναι ευρύτερη και πιο περιεκτική από το «δόγμα». Είναι ένα είδος Χριστιανικής Φιλοσοφίας. Πράγματι, υπάρχει μια ολοφάνερη αναλογία ανάμεσα στη μελέτη των Πατέρων (την Πατρολογία) και τη μελέτη της Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Οι Ιστορικοί της Φιλοσοφίας ενδιαφέρονται τόσο πρωταρχικά για τους επί μέρους φιλοσόφους όσο ενδιαφέρονται τελικά για τη διαλεκτική των Ιδεών. Η «ουσία» της φιλοσοφίας εκτίθεται στα επί μέρους συστήματα. Η ενότητα της Ιστορικής πορείας εξασφαλίζεται από την ταυτότητα των θεμάτων και των προβλημάτων με τα οποία ασχολούνται και οι φιλόσοφοι και οι θεολόγοι. Δεν θα διεκδικούσα πρωτοτυπία για τη μέθοδο μου, γιατί αυτή χρησιμοποιήθηκε σποραδικά από άλλους. Αλλά θα υπογράμμιζα το θεολογικό χαρακτήρα της Πατρολογίας.
Αυτά τα βιβλία γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια. Σε ορισμένα σημεία χρειάζονταν αναθεώρηση η επέκταση. Σε αρκετή έκταση, αυτό έχει γίνει. ΟΙ πρόσφατες δεκαετίες έχουν δει ταχεία πρόοδο των Πατερικών σπουδών σε πολλές κατευθύνσεις. Τώρα έχουμε καλύτερες εκδόσεις των πρώτων πηγών απ’ ό,τι είχαμε πριν από σαράντα η και τριάντα χρόνια. Έχουμε τώρα μερικά καινούρια κείμενα εξαιρετικής σπουδαιότητας: π. χ., τα κεφάλαια του Ευαγρίου η τα νέα κηρύγματα τού αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Πολλές υπέροχες μονογραφίες έχουν δημοσιευθεί στα πρόσφατα χρόνια. Αλλά παρ’ όλην αυτήν την πρόοδο δεν νομίζω ότι αυτά τα βιβλία, ακόμα και χωρίς τις αναθεωρήσεις και τις προσθήκες, έγιναν απαρχαιωμένα. Βασισμένα σε μια ανεξάρτητη μελέτη των πρωταρχικών πηγών, αυτά τα βιβλία μπορούν ακόμα να είναι χρήσιμα και στους φοιτητές και στους Καθηγητές.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 1978
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ