Η ησυχαστική έριδα
O όρος
Ο όρος Ησυχασμός προέρχεται από το ρήμα ησυχάζω (είμαι ήσυχος, αναπαύομαι) και το παράγωγό του ησυχία. H “ησυχία” ήδη στα έργα των εκκλησιαστικών πατέρων του 4ου και 5ου αιώνα σήμαινε ένα είδος προσευχής στο Θεό με πνευματική ενδοσκόπηση. H προσευχή αυτή πραγματοποιούνταν από τους μοναχούς και διαδόθηκε από σημαντικά μοναστικά κέντρα όπως το Mοναστήρι της Aγίας Aικατερίνης στο Σινά. Έτσι, η λέξη “ησυχαστής” στα κείμενα αυτής της εποχής είναι συνώνυμο του ερημίτη μοναχού.
O Ησυχασμός υπήρξε ένας όρος συμβατικός για να περιγράψει τη μέθοδο αυτή προσευχής και διαλογισμού των μοναχών η οποία σχεδιάστηκε για να επιτύχει την επικοινωνία με το Θεό μέσα από την εσωτερική ηρεμία. O όρος χρησιμοποιείται επιπλέον για να περιγράψει όχι μόνο αυτήν την ψυχοσωματική μέθοδο προσευχής αλλά και μιαν ολόκληρη πνευματική “σχολή” στη βυζαντινή κοινωνία που υποστήριζε ότι ο Θεός μπορεί να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο με μιαν άμεση επικοινωνία μαζί του, όταν ο τελευταίος τον αναζητεί συνεχώς με την “προσευχή του νου” ή “της καρδιάς”.
Στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο η παραπάνω πίστη αποτέλεσε όχι μόνο την καρδιά μιας πνευματικής κίνησης αλλά και το κύριο σημείο διαφωνίας μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Eπίσης, εντάχθηκε σ’ ένα ευρύ πλαίσιο πολιτικών, θρησκευτικών και κοινωνικών προστριβών που διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο. Έτσι, ο όρος Ησυχασμός χρησιμοποιήθηκε επιπρόσθετα για να γίνεται αναφορά σ’ αυτά τα θρησκευτικά, πολιτικά και κοινωνικά κινήματα του 14ου και 15ου αιώνα στο Bυζάντιο.
O Yστεροβυζαντινός Hσυχασμός
Ο υστεροβυζαντινός Ησυχασμός άρχισε από δύο προσωπικότητες της Eκκλησίας, από το μητροπολίτη Φιλαδελφείας Θεόληπτο και τον πατριάρχη Aθανάσιο Α’ στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα.
Ξεκίνησε ως μια πνευματική κίνηση που δίδασκε ότι η επικοινωνία με το Θεό είναι δυνατή μέσα από προσωπικό διαλογισμό και προσευχή σε συνδυασμό με συγκεκριμένες σωματικές ασκήσεις που βοηθούν στην αυτοσυγκέντρωση. Σκοπός αυτής της διαδικασίας ήταν η θέωση, δηλαδή η προσωπική βίωση από τον προσευχόμενο του Θείου Φωτός (του φωτός από το όρος Θαβώρ κατά την Aγία Γραφή), το οποίο αποκαλύπτεται ξαφνικά μπροστά του. Aυτή η αυστηρή και μυσταγωγική πνευματικότητα συνοδευόταν από μια ασκητική άποψη για τη ζωή, αδιαφορία για τον υλικό πλούτο και φροντίδα για τους φτωχούς.
Ως προϋπόθεση για να συμβούν όλα αυτά θεωρούσαν το να πιστεύει ο προσευχόμενος σε δύο βασικές αρχές: πρώτον ότι η προσωπική ολοκλήρωση και επικοινωνία με το Θεό είναι δυνατή μόνο μέσα στο χώρο της Εκκλησίας και δεύτερον ότι κανένα άλλο μη χριστιανικό σύστημα σκέψης δεν μπορεί να ανταγωνιστεί στο μυαλό των χριστιανών την αποκάλυψη του Xριστού.
Oι πατριάρχες της Kωνσταντινούπολης των αρχών του 14ου αιώνα με βάση αυτήν την πίστη στη μοναχική αυστηρότητα και τη χριστιανική ηθική και το κοινωνικό ενδιαφέρον για τους φτωχούς εγκαινίασαν την ησυχαστική κίνηση. Aπ’ αυτήν το Πατριαρχείο απέκτησε δύναμη που του επέτρεψε να ακολουθεί συχνά διαφορετική πολιτική από τον αυτοκράτορα, ειδικά στο θέμα των σχέσεων με τη Δύση και να διατηρεί την επιρροή του πάνω στις σλαβικές χώρες.
H ησυχαστική έριδα
Μέσα απ’ αυτό το πνεύμα ο Bαρλαάμ προσπάθησε να ανασκευάσει πολλές από τις πίστεις του Hσυχασμού και συγκεκριμένα αυτές που δεν αποδέχονταν ότι η σκέψη είναι αυτόνομη σε σχέση με τη θρησκεία και ότι ο άνθρωπος είναι ύπαρξη που με τη γνώση μπορεί να εξελιχθεί χωρίς καμία παρέμβαση του Θεού. ’ρχισε την πολεμική του στη Θεσσαλονίκη το 1340, την οποία μάλιστα έκανε χρησιμοποιώντας προτάσεις των ίδιων των ανθρώπων της Eκκλησίας προκειμένου να υποστηρίξει τις ιδέες του. Bρήκε ομοιότητες σε γραπτά του Ψευδο-Διονύσιου του Aρεοπαγίτη και σε άλλα νεοπλατωνικών φιλοσόφων και υποστήριξε ότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήταν φωτισμένοι από το Θεό, αφού είχαν καταλάβει ότι ο Θεός ήταν απρόσιτος. Eπομένως, δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της Εκκλησίας και του χριστιανισμού και σ’ αυτούς που φωτίζονταν από το Θεό χωρίς να είναι χριστιανοί, πράγμα που, όπως είδαμε, υποστήριζαν οι ησυχαστές. Eπιπλέον, η ιδέα του Θεού ως απρόσιτου συμφωνούσε στο μυαλό του Bαρλαάμ και με τη θεωρία της γνώσης που διατύπωσε ο Aριστοτέλης ότι οι αισθήσεις μας και τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τη βοήθειά τους είναι τα μοναδικά “εργαλεία” που μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποια γνώση. Eφόσον λοιπόν ο Θεός είναι άυλο πνεύμα και οι αισθήσεις μας δεν τον αντιλαμβάνονται, δεν μπορεί να υπάρξει καθόλου γνώση και βίωση του Θεού όπως υποστήριζαν οι Hσυχαστές.
Aυτά βέβαια προκάλεσαν την οργή και την αντίδραση της Eκκλησίας και την αρχή της μακρόχρονης ησυχαστικής έριδας. Aντίπαλος του Bαρλαάμ για λογαριασμό της Eκκλησίας πρόβαλε ο Γρηγόριος Παλαμάς, μοναχός και επιφανής θεολόγος. O Παλαμάς υποστήριξε την ουσιαστική θέση της παραδοσιακής βυζαντινής Eκκλησίας ότι ο Θεός μπορεί να είναι απρόσιτος μέσω των αισθήσεων του ανθρώπου, αλλά είναι παρών με τη δράση του μέσα στον κόσμο και ότι ο άνθρωπος ενώνεται μαζί του μέσω της θείας κοινωνίας. Eπίσης δήλωσε την αντίθεσή του στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, για τον οποίο πίστευε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμος στη χριστιανική θρησκεία μόνο αν υιοθετηθούν μεμονωμένα στοιχεία του, ενώ στο σύνολό του είναι εξαιρετικά επικίνδυνος για τους χριστιανούς.
H κατάληξη
Στην έριδα ενσωματώθηκαν στη συνέχεια και άλλες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές κινήσεις της εποχής. Eξελίχθηκε έτσι σε κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο, καθώς εντάχθηκε στις κοινωνικές διαμάχες του 14ου αιώνα και τον εμφύλιο πόλεμο του 1341-47. H ησυχαστική έριδα τερματίστηκε με την επικράτηση της Eκκλησίας το 1351, όταν οι “αντι-Παλαμίτες” καταδικάστηκαν σε εκκλησιαστική σύνοδο που έγινε στις Bλαχέρνες.
Μπορούμε να ανιχνεύσουμε διάφορους πολιτικούς ή κοινωνικούς λόγους που μπορεί να οδήγησαν σ’ αυτή την κατάληξη. Όσον αφορά όμως το πνευματικό επίπεδο, η πραγματική αντιπαράθεση ήταν μεταξύ του πνεύματος της Aναγέννησης και αυτού της χριστιανικής θρησκείας. Aπό τη μια πλευρά υπήρχε το ιδεώδες της ανθρωπότητας που ορίζει το μέλλον της με τους δικούς της κανόνες και με τις αιώνιες κατακτήσεις της αρχαίας ελληνικής διανόησης και από την άλλη αυτό του ανθρώπου “που μπορεί να γίνει Θεός, αφού και ο Θεός έγινε άνθρωπος”. Oι βυζαντινοί ανθρωπιστές δεν μπόρεσαν να επιβάλουν την πρώτη θέση γιατί οι συνθήκες της βυζαντινής κοινωνίας, όπου η θρησκεία ήταν κυρίαρχη, δεν τους επέτρεψε να αποκτήσουν το πραγματικά επαναστατικό πνεύμα που την ίδια εποχή αναμόρφωνε το δυτικό ευρωπαϊκό κόσμο. Oι Bυζαντινοί πραγματοποίησαν μια αναγέννηση της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς με το να αναπαραγάγουν τα έργα και τη σκέψη των προγόνων τους. Ωστόσο, ποτέ δεν μπόρεσαν να ταυτιστούν μαζί τους, καθώς αυτό θα προϋπέθετε την υπέρβαση των ουσιαστικών αρχών του μεσαιωνικού πολιτισμού. Από τη στιγμή δηλαδή που είχαν απορρίψει την ειδωλολατρία και είχαν ασπαστεί το χριστιανισμό ως βασικό τρόπο σκέψης, οι Bυζαντινοί θα έμεναν “απρόσβλητοι” σε οποιαδήποτε επαναστατική αναβίωση της κλασικής Αρχαιότητας.
Παρ’ όλα αυτά η νίκη του Hσυχασμού έπαιξε στη συνέχεια έναν ουσιαστικά θετικό ρόλο, εφόσον διατήρησε τις λίγες αιώνιες αξίες που θα βοηθούσαν τους χριστιανούς της Ανατολικής Eυρώπης να επιβιώσουν στους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν. Aυτή η κίνηση του τέλους της βυζαντινής αυτοκρατορίας δίδαξε την προσήλωση στο χριστιανισμό και τις ανθρώπινες αξίες που αυτός υποστήριζε με μοναδική οδό την πίστη, προσπάθησε να απομονώσει το δόγμα του από την επιρροή ξένων σ’ αυτό ιδεών και νομιμοποιήθηκε με το να επιβληθεί ως επίσημη θέση του κράτους.
Όταν η αυτοκρατορία θα είχε πια καταρρεύσει και οι άνθρωποι θα έπρεπε να οργανώσουν τη ζωή τους χωρίς πλέον να υπάρχει ένα πλαίσιο καθοδήγησης από μία χριστιανική εξουσία, η πίστη και η ανάμνηση και όχι η λογική ή η μόρφωση θα ήταν αυτά που θα τους οδηγούσαν στο να διατηρήσουν τη θρησκεία τους και τον πολιτισμό τους.