Του Αριστείδη Πανώτη, Μ.Iερομνήμονα, Iστορικού-συγγραφέα
2sἩ Ἐκκλησία σε σχέση μὲ τὰ σύνορα τῶν ἐγκόσμιων κρατικῶν εἷναι πολυσύνορη ἤ ἀκόμη καὶ ἀσύνορη καὶ ὡς ἡ «βασιλεία» τοῦ Χριστοῦ ἒχει ἐπὶ τῆς γῆς τὰ δικά της ὃρια διοικήσεως ποὺ καλοῦνται Δικαιοδοσίες ἢ καὶ ἐκκλησιαστικότερα Κλίματα. Αὐτὰ διαμορφώθηκαν γύρω ἀπὸ τὰ πρώτα ἀποστολικὰ κέντρα ποὺ λειτούργησαν στὶς τότε τρεῖς μεγαλουπόλεις τῆς Ρωμαϊκῆς Αυτοκρατορίας, τῆς Ρώμης, τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιόχειας ποὺ ἀπετέλεσαν ἀφετηρίες ἱεραποστολικῆς δράσεως τῆς Μιᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Σ’ αὐτὲς ἀργότερα προστέθηκαν καὶ ἡ Κωνσταντινούπολη ὡς ἡ Νέα Ρώμη καὶ τιμῆς ἓνεκα και τα Ἱεροσόλυμα καὶ σχηματίστηκε ἡ «Πενταρχία» τῶν Πατριαρχείων, ποὺ ἀπετέλεσε τὴν κορωνίδα τῆς Χριστιανοσύνης ὃλη τὴν μακρὰ περίοδο συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων, ποὺ προοδευτικὰ καθιέρωσαν ὃλο τὸ κανονικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ μείζονα ὅρια τῶν δικαιοδοσιῶν τους ποὺ εἶναι κωδικοποιημένα μὲ τὸν 36 κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ δὲν μεταβάλλονται γιατὶ προστατεύουν γιὰ πάντα τὴν εὐταξία καὶ τὴν ἑνότητα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ παραμένουν σεβαστὰ ἐπὶ 17 αἰῶνες καὶκάθε ἀμφισβήτησή τους ὁδηγεῖ στὴν ἀπόσχιση καὶ στὴν ἀποκοπὴ ἀπὸ τὴ Μία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.Ὁ ὅρος “αὐτοκεφαλία” ἤ καὶ “αὐτονομία” προκειμένου γιὰἀνεξαρτησία μιᾶς τοπικῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑφίσταται στὰ κείμενα τῶν ἱερῶν κανόνων. Τὸν στ΄αἰώνα πρώτη φορά χρησιμοποιεῖται ὡς μία κατάσταση «οἰκονομίας» γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ποὺ ἐπενέβαινε στὰ ἐσωτερικὰ τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας(Ρ.G. τ.86.184).καὶ γιὰνὰ μνημονευθεῖ ἡ «ἂχρι καιροῦ» φιλοξενεία τότε τοῦ Κυπριακοῦ κλήρου καὶ λαοῦ στὴν μητρόπολη Κυζίκου τοῦ κλίματος τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ «αὐτοκεφαλία» ὡς ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση εἶναι ἄγνωστη στὴν Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ αὐτοκεφαλία «ἐθνικοῦ τύπου» τῶν νεωτέρων χρόνωνεἶναι ἕνα «ἀλλότριο» κατασκεύασμα Καισαρικῆς ἐμπνεύσεως τῶν πολιτειοκρατῶν, προτεσταντικῆς προελεύσεως, ποὺ ἐπέβαλε τὴν μάστιγα τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ στὴν Ὀρθοδοξία.Μιὰ ἀνιστόρητη καὶ ἀθεολόγητη ἑρμηνεία δύο ἱερῶν κανόνων παραπλάνησε κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰνομίζουνπὼς ἡ «αὐτοκεφαλία» στηρίζεται στὸ Κανονικό Δίκαιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Τίποτα τὸ ἀναληθέστερο! Οἰ ἱεροὶ κανόνες 17ος τῆς Δ´Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ 38ος τῆς Πενθέκτης, δὲν θεμελιώνουν κανένα θεσμὸ «αὐτοκεφαλίας» στὴν Ἐκκλησία, οὔτε καὶ ὑποχρεώνουν τὶς καθορισμένες ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα ἱεροκανονικὰ πατριαρχικὲς διοικήσεις νὰ διαμοιράζουν τὴ δικαιοδοσία τους σὲ καινούργιες κρατικὲς ὀντότητες ἤ καὶ νὰ προσαρμόζουν συνεχῶς τὴ διοίκηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τους στὶς νεώτερες πολιτικὲς ὁριοθετήσεις. Τὰ ὅρια κάθε Πατριαρχείου καθορίσθηκαν ἀπὸ Οἰκουμενικὲς Συνόδους οἱ ὁποῖες συνῆλθαν σὲ μία κρατικὴ ὀντότητα, στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Αὐτὸ τὸ βεβαιώνει ἡ Ἱστορία. Τοὺς κανόνες αὐτοὺς τοὺς χρησιμοποίησε ὁ ἱερὸς Φώτιος κατὰ τῶν αἰτιάσεων τοῦ Ρώμης Νικόλαου γιὰ τὸ θέμα τῆς ἐκκλησιολογικὰ ἐξωθεσμικῆς ἀποσπάσεως τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀπὸ τὴ καθορισμένη δικαιοδοσία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης. Ἡ Ἀνακτορικὴ Διπλωματία τῆς ἐποχῆς τοὺς χρησιμοποιοῦσε γιὰ τοὺς τότε λόγους της, ὃτι «τὰ τῶν ἐνοριῶν δίκαια συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις». Αὐτὴ τὴ πολιτειακὴ στὴν οὐσία της ἀρχὴ τὴν ἀποδέχθηκε ὁ Πατριάρχης Φώτιος γιὰ λόγους ἀμύνης στὸ θέμα τοῦ Ἰλλυρικοῦ. Στὴ πραγματικότητα ὃμως εἶναι μιὰ πολιτειακὴ ἀρχὴ ἐσωτερικοῦ δικαίου τῆς Αὐτοκρατορίας ποὺ χρησιμοποιήθηκε κυρίως τὸν 19ο αἰώνα γιὰ νὰ δικαιολογηθεί ἡ πλήρης ἀπεξάρτηση τῆς Ἑλλαδικής ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως ἀπὸ τὴν Εὐσεβὴ Πηγὴ της τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖοκαὶ γιὰ νὰ ὑποταχθεῖ ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Ἓλλήνων στὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἀσκοῦσε τὸ πλήρη τὸ ἔλεγχό στὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ στὴν οἰκονομία τῆς Ἐκκλησίαςγιὰ νὰ ὑπηρετηθοῦν οἱ διπλωματικὲς σκοπιμότητες τῶν Δυνάμεων, ποὺ ἐγγυήθηκαν τὴν ἀνεξαρτησία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία!Οἱ δυό αὐτοὶ κανόνες, ὁ 17ος τῆς Δ΄ καὶ ὁ 38ος τῆς Πενθέκτης, εἶναι ταυτόσημοι καὶ ἀφοροῦν μόνον τὴν προσαρμογὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως μέσα στὴν ἐσωτερικὴ ἐπαρχιακὴ διοίκηση τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τίποτε περισσότερο! Κατ’ἀρχὴν ὁ 17ος κανόνας δὲν ἀναφέρεται σὲ πολιτικὰ ὅρια, ἀλλὰ σὲ ἐκκλησιαστικὲς δικαιοδοσίες τῶν μικρῶν παροικιῶν ποὺ εἶχαν συγκεκριμένα σύνορα. Στὸ δεύτερο μέρος του ὁ ἴδιος κανόνας ἀναφέρει ἕνα ὑποθετικὸ ἐρώτημα. Σὲ ποιὸ πλησιόχωρο ἐπίσκοπο πρέπει νὰ ἀνήκουν οἱ νεοϊδρυμένες βασιλικὲς πόλεις, ὅπως ἦταν ἡ Μαρκιανούπολη, κ.τ.λ. Καὶ ἡ ἀπάντηση εἶναι: πὼς ἡ ἐπισκοπικὴ δικαιοδοσία τῆς πόλεως θὰ ἀνήκει ἐκκλησιαστικὰ ἐκεῖ ποὺ θὰ ὁρίσει ὁ ἱδρυτής τῆς πόλεως βασιλέας. Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθεῖ καὶ στὸ «Πηδάλιο» ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης(βλ.ὑποσημ.σελ.200). Ἀλλὰ τὴ διάψευση τῆς παρερμηνείας τοῦ κανόνα τὴν παρέχει καὶ ἡ Ἱστορία. Τὸ Ἰλλυρικὸ, στὸ ὁποῖο ἀνῆκε τότε ἡ παλαιὰ Ἑλλάδα, ἡ Πελοπόννησος καὶ ἡ Κρήτη, περιῆλθαν ὁριστικὰ ὡς κρατικὴ ὀντότητα στὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία τὸ 395 καὶ δὲν ἀποσπάσθηκε τότε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης παρὰ τὸ 732 μὲ τὴ σπάθη τῶν Εἰκονομάχων αὐτοκρατόρων(732-843), δηλαδὴ μετὰ 336 χρόνια! Τὸ ὀξύμωρο εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπεραμύνονται κάποιοι ὅτι ὁ 17ος Κανών δῆθεν στηρίζει τὴν αὐτοκεφαλία, ἀρνοῦνται τὸ οὐσιῶδες τοῦ κανόνος, ποὺ εἶναι ἡ θεμελίωση τοῦ Ἐκκλήτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ προσπαθοῦν κατὰ καιροὺς μὲ νομοθετικὲς ἀλχημεῖες νὰ τὸ δεσμεύσουν γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὰ ἴδια θελήματά τους στὴν Ἐκκλησία!
Ἡ Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατέρων ποτὲ δὲν ἐπικροτοῦσε προσαρμογὲς στὰ κοσμικὰ συστήματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων. Αὐτὰ ἂς τὰ γνωρίζουν ὃσοι εἰσηγοῦνται καὶ τώρα τὴν Καλλικράτεια προσαρμογὴ τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως. Κατ’ ἐξαίρεση χορηγήθηκε ἀνεξαρτησία ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καὶ πάλι ὡς μιᾶς νησιωτικῆς ἐπαρχίας τῆς ἐνιαίας τότε Αὐτοκρατορίας. Τὸ ἴδιο συνέβηκε μὲ την πρόσκαιρη αὐτονομία στὴ Ραβέννα στὰ τέλη τοῦ 7ου αἰώνα. Προσφέρθηκε αὐτόνομη διοίκηση στὰ πλαίσια τῆς Ἰουστινιάνειας τακτικῆς γιὰ τὴν περιχώρηση τῶν δικαιοδοσιῶν τῶν δύο ἱσοτίμων Ἐκκλησιῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ Νέας Ρώμης. Ἑπομένως, ὅσοι προσπάθησαν νὰ συνδέσουν τὸ σημερινὸ «Αὐτοκέφαλο» μὲ αὐτοὺς τοὺς δύο συναφεῖς κανόνες, συνετέλεσαν μὲ τὴν παρερμηνεία τους καὶ στὴν πλήρη ἀθέτηση τῆς σαφέστατης ἐντολῆς τοῦ Ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας του!
Ἡ πολιτειακὴ ρήτρα πὼς: «τὰ ἐκκλησιαστικὰ ὅρια τῶν διοικήσεων αδὴ προσαρμόζονται ἀνάλογα μὲ τὶς ἐκάστοτε πολιτικὲς (διακρατικὲς) ἐξελίξεις» περιβλήθηκε μὲ ἐκκλησιαστικὸ ἔνδυμα ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα καὶ ἐξελίχθηκε σὲ ἐμπλοκὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κανονικῆς διοικήσεως στὶς πολιτειακὲς σκοπιμότητες δημιουργῶντας προβλήματα μὲ τὴν ἐθνικοποίηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ἒτσι, ἡ χορήγηση ἐκκλησιαστικῆς ἀνεξαρτησίας ἔγινε μέσο ἀσκήσεως διπλωματικῆς ἐπιρροῆς π.χ. στὴ Βουλγαρία. Ἀλλὰ δὲν νὰ ἄργησε τελικὰ νὰ στραφεῖ καὶ ἐναντίον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Τὸν ἴδιο δρόμο ἀκολούθησαν καὶ οἱ Δυτικοὶ στὶς κατακτήσεις τους, ὅπως καὶ οἱ Βενετοὶ στὴ Πελοπόννησο καὶ στὰ νησιὰ(13ος ἕως 18ος αἰώνας) καὶ οἱ Ρώσοι κατὰ τὰ Ὀρλωφικά (1770-1774), ὅταν ἀπέσπασαν τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῶν Κυκλάδων ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ ὡς ἔδαφος πλέον τῆς Ρωσίας, τὴ συνέδεσαν μὲ τὴνΑὐτοκρατορικὴ Ἐκκλησία τῆς Τσαρίνας, κάτι ποὺ πληρώθηκε ἀκριβὰ ἀπὸ τοὺς Κυκλαδῖτες μετὰ τὴ Συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζί !
Παρὰ τὴ θλιβερὴ αὐτὴ ἐμπειρία τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ μόνον αὐτὸ ἀπὸ τὰ ἄλλα παλαίφατα Πατριαρχεία, ὑποχρεώθηκε τὸν 19ο αἰώνα ἀπὸ τὶς ἐθνικὲς ἐξελίξεις στὰ ἐδάφη του, νὰ ἐκχωρήσει μέσα τὴν δικαιοδοσία του τὰ λεγόμενα ²Αὐτοκέφαλα² . Ὃμωςκανένα ἂλλο παλαίφατο Ἀποστολικὸ Πατριαρχεῖο ἐκτὸς τοῦ τῆς Νέας Ρώμης δὲν δέχθηκε νὰ ὑποδιαιρέσει τὸ κανονικὸ ἒδαφοςτῆς δικαιοδοσίας του σὲ διάφορα αὐτοκέφαλα παρὰ τὴν ποικιλία τῶν φυλῶν καὶ τῶν ἐθνῶν ποὺ περιλάμβανε τὸ κλίμα του. Ὁ 28ος Κανόνας τῆς Δ´Οἰκουμενικῆς Συνόδου εἶναι τὸ ὀχύρωμα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διότι «καμμιὰ κρατικὴ ὀντότητα δὲν μπορεῖ νὰ διεκδικήσει αὐτοκέφαλη διοίκηση χωρὶς τὴ συγκατάθεσή του». Ὁ τεμαχισμὸς τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἄρχισε ἀπὸ τὸν 15ο καὶ κορυφώθηκε στὸ 19ο καὶ 20ο,δόθηκε ὑπὸ δυσμενεῖς συνθῆκες γιὰ τὸ ἴδιο μὲ τὴν προοπτικὴ ἐνισχύσεως τῆς Συνοδικότητος τῆς Ὀρθοδοξίας. Δὲν χορηγήθηκε ἡ αὐτοκεφαλία γιὰ νὰ καλύπτονται κάθε φορὰ οἱ κανονικὲς ἀταξίες ὃσων αὐθαιρετοῦν καὶ μάλιστα γιὰ νὰ καλύπτει ὡς προπέτασμα καπνοῦ τὴν κακεντρεχὴ αὐθάδεια ἐκείνων ποὺ εἰσπήδησαν τυχοδιωκτικὰ στὴν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἒγιναν ἐπίορκοι τῶν δεσμεύσεών τους προκειμένου νὰ τιμηθοῦν μὲ τὴν ἀρχιερωσύνη.
Δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται ὃτι μετὰ ἀπὸ τὴ Καταστροφὴ τοῦ 1922 καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνταλλαγὴ Πληθυσμῶν τὸ 1923 διαμορφώθηκεἐκ νέου ὁ θρησκευτικὸς Χάρτης τῆς Ἑλλάδος. Ὁκλῆρος καὶ ὁ λαὸς 49 Μητροπόλεών τῆς Μητρὀς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ Θράκη καὶ τὴν Μικρασία ὁδηγήθηκε στὴν ἔξοδο ἐκ τοῦ πατρίου ἐδάφους καὶ κατέφυγε κυρίως τὸ ἐλεύθερο ἔδαφος τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, ὃπου ὑπῆρχε ἀπὸ τὸ 1850 καὶ ἡ «αὐτοκεφαλία» ὡς ἡ νεότερη ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση μέσα στὸ ἐν Ἑλλάδι κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Χρονολογικά ἡ παλαιότερη Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη τῶν Δωδεκανήσων, ποὺ ριζώνει ἀποστολικὰ στὴν Ἒφεσο, ἂν καὶ ἐλευθερώθηκε τελευταία τὸ 1946, καὶ ἀκολουθοῦν οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες τῶν Νέων Χωρῶν καὶ τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Ἁγίου Ὂρους.
Ὁ Ἑλληνικὸς Λαὸς δὲν ἔμαθε ποτὲ πόσο ἀνώμαλα ἐκβιάστηκε τὸ ἱερὸ θεσμικὸ κέντρο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ νὰ χορηγήσει τὸ Ἑλλαδικὸ Αὐτοκέφαλο. Τὸ ἐπαναστατικὸ σύνδρομο τῆς ἀταξίας ἀπέκρυψε τὴν τεράστια ἀλλαγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνθέσεως τοῦ πληθυσμοῦ ποὺ ἂρχισε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὶς άρχὲς τοῦ 20ου αίώνα καὶ πέραν τοῦ μισοῦ αἰώνα. Ἀπὸ τὸ 1915 μέχρι τὸ 1918 κατέφυγαν ἐντὸς τῶν ἑλληνικῶν συνόρων 541.370 χιλιᾶδες Ἕλληνες χριστιανοὶ ἀπὸ τὶς θρακικὲς καὶ Μικρασιατικὲς Μητροπόλεις! Ἀπὸ τὸ 1922 μέχρι τὸ 1924 εἰσέρρευσαν ἄλλοι 2984 κληρικοὶ καὶ 2.256.183 λαϊκοὶ πρόσφυγες ἐξ Ἀνατολῆς ποὺ διασκορπίσθηκαν στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἐπαρχίες τῶνΝέων Χωρῶν καὶ στὶς μητροπόλεις τῆς λεγόμενης Αύτοκεφάλου Διοικήσεως. Στὶς Νέες Χῶρες δὲν εἶχε ἀρπαγεῖ ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ μοναστηριακὴ περιουσία, ὃπως στὴν Παλαιὰ Ἑλλάδα. Γι’ αὐτὸ τὸ Πατριαρχεῖο ποὺπροστάτευσε τὸν ἑλληνογενὴ πληθυσμὸ τῶν ἐπαρχιῶν του στὴ Βόρεια Ἑλλάδα ἀπὸ τὸν ἐκσλαβισμό, ποὺ σήμερα φωλιάζει στὸ κράτος τῶν Σκοπίων, ἐγκατέστησε τὸ προσφυγικὸ δυναμικὸ ποὺ είσέρευσε στὴν περιουσία τοῦ Θρόνου καὶ τῶν μονῶν τοῦ Αγίου Ὂρους στὸ νέο ἐλευθερωμένο κανονικό του ἔδαφος. Γιὰ σοβαροὺς ἐκκλησιαστικοὺς καὶ ἐθνικοὺς λόγους, μέσα στὴ σκληρὴ δοκιμασία του ἀπὸ τὸ ἐθνικιστικὸ καθεστὼς ποὺ κατέλαβε τὴν ἐξουσία στὴ Τουρκία καὶ παρὰ τὰ θλιβερὰ διατρέξαντα ἀπὸ τοὺς ἑλλαδικοὺς κύκλους γιὰ τὴν ἀκύρωση τῆς διαγνώμης τῶν Νεοχωριτῶν ἱεραρχῶν καὶ τὴς κανονικῆς συνειδήσεως τοῦ μάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου τοῦ Ζ΄ ἀνατέθηκε «Ἐπιτροπικὰ» καὶ πρόσκαιραἡ διοίκησή τῶν μητροπόλεων αὐτῶν στὴν Συνοδικὴ διοίκηση τοῦ Αὐτοκεφάλου, μὲ τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Πράξη τοῦ 1928 μὲ τὴν προϋπόθεση ἀπόλυτα να παραμένει σεβαστό τὸ ἀρχαῖο κανονικὸ δίκαιο τοῦ «Πρώτου» τῆς δικαιοδοσίας νὰ «χειροτονεί» άρα και να προτείνει την εκλογή Ιεράρχη του κλίματος του (14ος Κανόνας της Ζ΄Οικουμ. Συνόδου). Αυτό πρόσκαιρα ρυθμίστηκε το 1928 μὲ τὴν προσθήκη του ονόματος του προτεινομένου από το Πατριαρχείο υποψηφίου στὸν Κατάλογο ἐκλογίμων πρὸς ἀρχιερατεία. Γιατὶ το προτεινόμενο πρόσωπο ἀπέδειξε το σεβασμό του στὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καὶ εἶναι κατάλληλο να τον υπηρετήσει. Ωστόσο ισχύει και το αντίστροφο με το δικαίωμα διαγραφής κάποιου ονόματος που κρίνεται πως δεν πληροί τις παραπάνω προυποθέσεις.
Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ ἰδίως μετὰ τὸ πογκρόμ τοῦ 1955 κατέφυγαν καὶ συνοίκησαν κατὰ κύματα κυρίως στὴν Παλαιὰ Ἑλλάδα πλέον τῶν 150.000 Κωνσταντινοπολιτῶν! Ἔτσι αὐξήθηκε ὑπέρμετρα τὸ ποίμνιο τοῦ Πατριαρχείου στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔφθασε στὸ ναδὶρ τὸ ποίμνιο του μέσα στὴ γενέθλια τοῦ Γένους Πόλη καὶστὰ ἄλλοτε ἑλληνικότατα νησιά τῆς Προποντίδος καὶ τοῦ Ἑλλησπόντου! Ἡ ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὰ σύνορα τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους περιλαμβάνονται μέσα στὴ δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ὂχι τὸ ἀντίθετο γιατὶ τὰ ὃρια τῆς Δικαιοδοσίας εἶναι ἀπὸ αίῶνες ἀρχαιότερα τῶν σημερινῶν συνόρων τῆς Ἑλλάδος. Μέσα στὴν Ἑλλάδα συγκροτεῖται καὶ πάλι ἐξ ὁλοκλήρου ἡ Μία Ἐκκλησία τοῦ ἑνὸς Πατριαρχείου μὲ τὸν ἕνα Πατριάρχη, ποὺ γιὰ λόγους ἱστορικοὺς, καὶ κανονικοὺς κατὰ διεθνεῖς ἀποφάσεις παραμένει στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπιστατεῖ και τὶς τέσσερις διαφορετικὲς διοικήσεις ποὺ ὑπάρχουν εντός του ελλαδικού χώρου. Να σημειωθεί πως όταν οι σχέσεις Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ήταν ομαλές ἡ Ἱεραρχία τῆς αὐτοκεφαλίας περιχαρακωνόταν στα προνόμιά της. Ὂταν ὃμως οἱ σχέσεις αὐτὲς ήταν διαταραγμένες τότε ἡ ἲδια αυτή Ἱεραρχία απευθυνόταν στην Μητέρα Εκκλησία ζητώντας τὴν ἃρση τῆς αὐτοκεφαλίας, ὃπως θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ προσεχὲς ἂρθρο μας.
Χρονολογικὰ ἡ πρώτη διοίκηση, εἶναι ἐκείνη τῶν Δωδεκανήσων, ἀπ’εὐθείας ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὸν 5ο αἰώνα ἀπὸ τὴ Πατριαρχικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ δεύτερη διοίκηση εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης καὶ ἡ τρίτη διοίκηση εἶναι ἠ Αὐτοκέφαλη Διοίκηση περὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῶν Ἀθηνῶν. Σ’ αὐτὴν ἀνατέθηκαν τὸ 1928 «Ἐπιτροπικὰ» καὶ «ἄχρι καιροῦ» καθήκοντα συνδιοικήσεως τῶν Πατριαρχικῶν Μητροπόλεων τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν». Κάθε θυγατρικὴ διοίκηση τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας ἔχει τὴν Ἱστορία καὶ τοὺς κανονικοὺς λόγους συνυπάρξεώς της μέσα στὰ σημερινὰ σύνορα τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Πατριάρχης προσκαλούμενος ἀπὸ τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ κλίματός του μέσα τὸ ὁποῖο ὑφίσταται καὶ ἠ αὐτοκεφαλία ἒχει χρέος νὰ τοὺς ἐπισκέπτεται γιὰ νὰ τοὺς εὐλογεῖ. Τὸ ἲδιο ἒπραταν καὶ προκάτοχοί τους στὰ χρόνια τῆς Φραγκοκρατείας ὃταν ἡ ἓδρα μεταφέρθηκε στὴ Νίκαια καὶ πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν Τουρκοκρατίας ὂταν ἠ ἡλικία του Πρώτου ἐπέτρεπε τὶς περιπέτειες τῶν κοπιαστικῶν περιοδιῶν του. Ὑπάρχουν πολλὲς γραπτὲς μαρτυρίες σὲ διασωθέντες κώδικες παλαιῶν μονῶν.
Το «ελλαδικό σύνδρομο» καταδιώξεως
Ὅμως τὶ εἶναι τέλος πάντων αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦμε «ἑλλαδικὸ σύνδρομο» ποὺ κάθε φορὰ ἐπικαλεῖται ἀνύπαρκτους κινδύνους γιὰ τὴν δήθεν παραβίαση τῆς αὐτοκεφαλίας; Εἷναι ἕνα νεφελῶδες συνοθύλευμα φοβείας καὶ ψυχώσεων,κατατρυχόμενο ἀπὸ διαρκεῖς ὑποψίες και φαντάσματα ποὺ ὑποκρύπτουν κρυψήνειες καὶ ἐγωπαθή μικρόνοια ποὺ διατρέφει ἡ φθηνὴ συμφεροντολογία κάποιων ἀσύντακτων καιροσκόπων. Αὐτὴ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν Μέγα Βασίλειο ὡς δεινὸ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ πὼς ἔχει ὡς σῆμα κατατεθὲν τὴν «ἐπηρμένην ὀφρύν», τὸ ἀνασηκωμένο φρύδι τοῦ κάθε φαντασμένου τυχοδιώκτηποὺ ξεδιάντροπα πιέζει νὰ ἐπιβάλει τὸ «ἀκάνονο» καὶ πονηρὸ θέλημά του! Ὁ Θεὸς ὃμως ἀντιτάσσεται στοὺς ἀχάριστους καὶ ὃταν πλεονάζει ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ περιφρόνιση ἱερῶν θεσμῶν καὶ πατροπαράδοτων δικαίων, τὸν ἐξοφλεῖ ὁ Ἲδιος διὰ τῆς «ἀριστερὰ του χειρὸς» καὶ ἒχουμε γι’ αὐτό πρόσφατα ἐνθυμήματα!
– See more at: http://www.amen.gr/article18430#sthash.ICk0bHdR.dpuf