Η επανάσταση είναι για τους πολλούς, η ανάσταση είναι για τον έναν [Τολστόι ]

 Λέων Τολστόι Ανάσταση - Leo Tolstoy

Η ανάσταση, και ως λέξη, ακούγεται πολύ βαριά στη σύγχρονη εποχή, εκτός του ότι παραπέμπει στο φινάλε μιας θρησκευτικής πίστης, η οποία, όπως όλες, πήρε και αυτή το δικό της μερίδιο της αμφισβήτησης. Και ναι μεν η επανάσταση αφορά πλέον χώρες του Τρίτου Κόσμου, όμως στη διαδικασία της ανάστασης μπορεί να μπει οποιοσδήποτε, σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα. (Μια μορφή αναστάσεως μπορεί να είναι αυτό που λέμε σήμερα αποτοξίνωση, όχι από ουσίες, αλλά από έναν τρόπο ζωής και μια κατάσταση ψυχής.) Είναι εντυπωσιακό το πώς τα επιχειρήματα του Τολστόι άντεξαν στον χρόνο και μοιάζουν σήμερα τόσο επίκαιρα. Χρειάστηκε να γίνει ένα τεράστιο άλμα στο βιοτικό επίπεδο του σύγχρονου κόσμου, για να τα βρει μπροστά του. «Η οικοδομή -σημειώνει κάπου ο συγγραφέας- ήταν πραγματικά τεράστια…
Την ώρα που υπάρχουν παιδιά που αργοπεθαίνουν από υποσιτισμό, χτίζονται τέτοια ανόητα και άχρηστα σπίτια, για κάποιον ανόητο και άχρηστο άνθρωπο…». Ενας τέτοιος άνθρωπος έγινε και ο ήρωας του έργου, όταν, όπως λέει χαρακτηριστικά, έπαψε να πιστεύει στον εαυτό του, κι άρχισε να πιστεύει στους άλλους. Πιστεύοντας στον εαυτό του, έπρεπε να λύσει το κάθε πρόβλημα, τις περισσότερες φορές αντίθετα με το εγώ του. Πιστεύοντας στον εαυτό του, υπέκειτο πάντα τα σχόλια και τις επικρίσεις των άλλων. Που σημαίνει πως η πορεία προς την ανάσταση είναι μια πορεία εντελώς μοναχική. Είναι ένα σημείο μηδέν, όπου μπορεί να φτάσει κανείς μέσα από μια προσωπική εμπειρία, η οποία, στο συγκεκριμένο έργο, έχει ως αφετηρία της τον έρωτα, και ένα πρόσωπο που, εν αγνοία του, δείχνει τον δρόμο (καμιά φορά εγκαίρως, καμιά φορά, δυστυχώς, λίγο αργά). Στην περίπτωση του Τολστόι η πραγματικότητα φωνάζει κάθε στιγμή. Ο «λαός αργοσβήνει» – γράφει. «Η υπέρμετρη εργασία των γυναικών… Η πείνα για τους γέρους»… γίνονται φορτία συσβάσταχτα για τον ήρωα, που κάποτε τα θωρούσε αναπόφευκτα στοιχεία της καθημερινότητας, τότε που μετατράπηκε, χωρίς να το καταλάβει, σ’ έναν «διεφθαρμένο, λεπταίσθητο εγωιστή». Γιατί ο δρόμος προς την ανάσταση, κατά τον Τολστόι, ξεκινάει από την αγνότητα και επιστρέφει σ’ αυτήν, αφού περάσει μέσα από τη διαφθορά και την αλλοτρίωση. Είναι σαφέστατα θρησκευτικό το έργο του Τολστόι, όπως ήταν και η ζωή του ίδιου. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να διατυπώσει μια τελική άποψη, ακραία όσο και πολύ απλή: «Ο πολλαπλασιασμός του ανθρώπινου γένους είναι μονάχα η κατώτερη λειτουργία του ανθρώπου. Η ανώτατη είναι η εξυπηρέτηση κάθε ζωντανού όντος…». [2]
(Leo Tolstoy ) Λέων Τολστόι - Ανάσταση | κοινωνία , ανθρωπότητα, θεολογία
[1] Στο επικό τούτο μυθιστόρημα του Τολστόϊ παρακολουθούμε την πορεία της πνευματικής εξέλιξης του γαιοκτήμονα Νεχλιούντοφ από την ανωριμότητα που χαρακτήριζε την πρόσφατη ζωή του στην πνευματική ενηλικίωση του που επιτυγχάνεται μέσω της συναναστροφής του με ανθρώπους, καταστάσεις και ιδέες τις οποίες γνώρισε από κοντά, συμμετέχοντας στα πάθη των κατατρεγμένων συνανθρώπων, ανακαλύπτοντας το νόημα της ύπαρξης μέσα από τις ευαγγελικές διδαχές.
Όλα ξεκίνησαν από την συμμετοχή του Νεχλιούντοφ σε ένα δικαστήριο ενόρκων. Εκεί θα κληθεί να δικάσει την όμορφη πόρνη Μάσλοβα που στα νιάτα του είχε ερωτευτεί όταν εκείνη ζούσε ως καμαριέρα μαζί με τις θείες του στο καλοκαιρινό του κτήμα. Συνεπαρμένος από την ομορφιά της νεαρής Κατιούσιας θα την ερωτευτεί, ωστόσο ο διάβολος με την μορφή της σαρκικής μίξης θα τον κυριεύσει και έτσι θα γίνει το κακό σημαδεύοντας αμφότερες τις ζωές τους. Για τον Νεχλιούντοφ της ανωριμότητας «η γυναίκα είναι ένα από τα καλύτερα μέσα απόλαυσης».
Ο Τολστόϊ περιγράφει με λεπτομέρειες την ψυχολογική αλλοίωση του βασικού του χαρακτήρα, επιμένει στην μετάλλαξη του από πνευματικό άνθρωπο σε άνθρωπο-κτήνος που δεν ορρωδεί πουθενά. Περιγράφει με ενάργεια που θυμίζει ασκητικά κείμενα την επίθεση των λογισμών (¨οι άσχημες σκέψεις γεννούν όλες τις άσχημες πράξεις») που γέννησαν το αφύσικο πάθος: «το βράδυ ήταν συνέχεια ανήσυχος, άλλοτε πήγαινε στις θείες του, άλλοτε τις άφηνε και γύριζε στο δωμάτιο του και στη βεράντα με μια και μοναδική σκέψη: πώς να την ξεμονάχιαζε».Αυτός ήταν ο Νεχλιούντοφ της πρώιμης εποχής της ανωριμότητας. Μετέχοντας στο δικαστήριο που θα κρίνει την ενοχή ή μη της Κατιούσα σε έναν αμφιλεγόμενο φόνο ενός πελάτη της στον οίκο ανοχής που δούλευε, ο Νεχλιούντοφ θα έρθει αντιμέτωπος με την αληθινή κοινωνία της εποχής και το διαβρωτικό όσο και απάνθρωπο δικανικό σύστημα.
Η καταδίκη της Κατιούσα είναι αποτέλεσμα κακής εκτίμησης εκ μέρους των ενόρκων, ένα γραφειοκρατικό σφάλμα, μια αβλεψία που ουδείς θεώρησε χρήσιμο να επισημάνει στους ενόρκους. Κατάληξη του σφάλματος αυτού είναι η καταδίκη της Κατιούσα στα κάτεργα της Σιβηρίας- ήδη, ο φθαρτός κόσμος του Νεχλιούντοφ αρχίζει να καταρρέει. Δικαίωμα στη μετάνοια έχει κάθε άνθρωπος και ο Θεός παρέχει άφθονες ευκαιρίες σε κάθε αμαρτωλό και αστοχούντα για να μετανοήσει: «παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει, να ενθρονιστεί μέσα του και να τον εξαγνίσει….ο Θεός που ζούσε μέσα του ξύπνησε στη συνείδηση του. Ένιωσε τον εαυτό του ένα με τον Θεό κι έτσι ένιωσε όχι μόνο ελεύθερος, σφριγηλός και χαρούμενος, αλλά ένιωσε και την δύναμη του καλού».Από δω και στο εξής την ζωή του Νεχλιούντοφ την προσδιορίζει ο μετανοών βίος. Συντελείται μέσα του κοσμοϊστορική αλλαγή, ο νους του φωτίζεται από την υπερφυσική χάρη. Επιθυμεί να ζήσει την ολοκληρωτική μετάνοια προσφέροντας στην κοινωνία των απόκληρων όσα μπορεί από το χέρι. Από άτομο γίνεται πρόσωπο. Η μετάνοια του αποκτά κοινωνικά χαρακτηριστικά, γίνεται κριτής των κακώς κειμένων της ρωσικής κοινωνίας της εποχής του, των σάπιων θεσμών που εξευτελίζουν τον άνθρωπο.
Ο μετανοών Νεχλιούντοφ γίνεται διαπρύσιος κήρυκας της ηθικής. Αλλάζει όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά, επιθυμεί να πουλήσει τα υπάρχοντα του, να πάψει να είναι γαιοκτήμονας που εκμεταλλεύεται τους φτωχούς χωρικούς, αλλά στην προσπάθεια του αυτή συναντά το παράδοξο: οι κινήσεις του αυτές κρίνονται με επιφύλαξη από τους εργάτες της γης που δεν πιστεύουν, δεν είναι δυνατό να πιστέψουν, πως κάποιος τόσο πλούσιος εγκαταλείπει την ατομική ιδιοκτησία της γης του. Αυτό το γεγονός αλλά και η επιφύλαξη, αν όχι εχθρότητα, που συναντά από την Κατιούσα στην επιθυμία του να την παντρευτεί προκειμένου να επανορθώσει αποδεικνύουν πως η μετάνοια ως κοινωνικό γεγονός είναι εξαιρετικά δύσκολο κατόρθωμα.Στην πορεία της μετανοίας του ο Νεχλιούντοφ θα συναντηθεί με πλήθος ανθρώπων.
Ο Τολστόϊ απεικονίζει δεσμοφύλακες, κρατικούς λειτουργούς, ολόκληρο το θεσμικό κατεστημένο της εποχής του ανελέητα. Όλοι τους είναι υπηρέτες ενός συστήματος που καταπιέζει τον συνάνθρωπο τους διότι απουσιάζει η αγάπη. Κριτήριο και νόμος αυτού του συστήματος είναι ο φόβος και η εξουσία, ενώ η αγάπη και η συμπόνοια έχουν εκλείψει: «όλα προέρχονται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί αναγνωρίζουν σα νόμο κείνο που δεν είναι νόμος, και δεν αναγνωρίζουν σα νόμο κείνο που είναι ο αιώνιος, ο αμετάβλητος, ανεξάλειπτος νόμος, γραμμένος από τον ίδιο τον Θεό στις καρδιές των ανθρώπων». Στο κάτεργο όπου θα πάει για να βοηθήσει τους κατατρεγμένους του συστήματος, ο Νεχλιούντοφ θα συναντήσει ανθρώπους που τάχθηκαν εθελούσια, ωθούμενοι είτε από σοσιαλιστικές είτε από αναρχικές ιδέες στην ανατροπή της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, άλλοι όντως κινούμενοι από αγνά ιδανικά και άλλοι από καθαρή ματαιοδοξία ή φιλαυτία ή μηδενισμό. Είναι εντυπωσιακές οι σελίδες του τρίτου μέρους του έργου όπου παρουσιάζει ο Τολστόϊ αυτήν την ιδιότυπη κοινωνία των φυλακισμένων επαναστατών. Πολιτικοί και ποινικοί κρατούμενοι συνιστούν μια κοινωνία αντιθέσεων, αντιφάσεων, παθών, ηρωικών μορφών.Το τέλος του μυθιστορήματος διαπνέεται από το πνεύμα του Ευαγγελίου. Ο Τολστόϊ δωρίζει την παρακαταθήκη του στις ερχόμενες γενιές θεωρώντας την Επί του Όρους Ομιλία ως τον άξονα επί του οποίου οφείλουν να προσδιορίζονται οι ανθρώπινες και οι κοινωνικές σχέσεις.
Ο λόγος του Χριστού, για τον Τολστόϊ, είναι τόσο οξύς και κατηγορηματικός που γκρεμίζει όλες τις ανθρώπινες ευαρέσκειες και συνιστά επαναστατική ομολογία αποτυχίας κάθε ανθρώπινης προσπάθειας που τελείται δίχως την παρουσία του θεϊκού πνεύματος: «διεφθαρμένοι άνθρωποι ήθελαν να διορθώσουν άλλους διεφθαρμένους….και είναι φανερό πως δεν είναι στο χέρι ενός ανθρώπου να διορθώνει έναν άλλο άνθρωπο». Η Βασιλεία του Θεού επί της γης: αυτό είναι το πνεύμα με το οποίο επιθυμεί να ερμηνεύσει τα λόγια του Χριστού ο Τολστόϊ. Να πράττουν όλοι οι άνθρωποι κατά τις ευαγγελικές διδαχές προκειμένου να έλθει η Βασιλεία του Θεού στον κόσμο.Αυτό, λέει τώρα ο Νεχλιούντοφ, είναι το έργο της ζωής μου.
Το ζητούμενο ωστόσο είναι, και ο μέγας πειρασμός συνάμα, να μην επιθυμήσουμε την Βασιλεία του Θεού στη γη προτού διορθώσουμε τον εαυτό μας, διαφορετικά οδηγούμαστε στον «Μέγα Ιεροεξεταστή» του άλλου μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Ντοστογέφσκυ και εξομοιούμαστε με όσους διεφθαρμένους καταδίκαζε στο βιβλίο του ο Τολστόϊ. [1]
Share Button