Δέν μᾶς ἄφησαν τήν εὐκαιρία νά πεθάνουμε σάν μάρτυρες! Στό Βόρειο Σταθμό τοῦ Βουκουρεστίου

Δέν μᾶς ἄφησαν τήν εὐκαιρία νά πεθάνουμε σάν μάρτυρες! Στό Βόρειο Σταθμό τοῦ Βουκουρεστίου

 

 Δέν μᾶς ἄφησαν τήν εὐκαιρία νά πεθάνουμε σάν μάρτυρες!
  Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος

Ἰωάννης Ἰανωλίδε

Αἰσθανόμουν σάν νά ἔχω μέσα μου ἕνα τάφο, νά κινοῦμαι σ΄ ἕνα τάφο, νά πορευθῶ πρός αὐτόν. Ὤ, ἔλεγα στόν ἑαυτό μου, πόσο εὐτυχεῖς εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀπέθαναν καί δέν πρόλαβαν νά ζήσουν τήν στενοχώρια αὐτῆς τῆς ἀποφυλάκισης!
Στό φορτηγό οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νά ἐκφράζουν τίς ἰδέες τους:
-Δέν μᾶς ἀποφυλάκισαν οἱ κομμουνιστές, ἀλλά οἱ Ἀμερικάνοι! εἶπε ἕνας δημοκράτης.
– Εἶναι τελειωμένοι, πέρασε ὁ καιρός τους. Θ᾿ ἀκολουθήσουν ἐλεύθερες ἐκλογές καί θά τούς τσακίσουμε! Προσπαθοῦσε νά μέ πείσει ἕνας ἄλλος.
Ἄκουγα μέ κατανόηση πώς ζοῦσαν μέ φαντασίες αὐτοί οἱ ἄνθρωποι.
-Δέν μᾶς ἀποφυλάκισαν ἐξ αἰτίας τῆς ἀδυναμίας, ἀλλά τῆς ἐξουσίας τους. Δέν φοβοῦνται πιά ἀπό ἐμᾶς. Σ᾿ ἐμᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά πεθάνουμε καί σάν μάρτυρες!
Τότε, πολύ κοντά σέ μένα, κάποιος ψιθύρισε κάτι πού με συγκλόνισε:
– Ἄν ξεκινοῦσα τήν ζωή μου ἀπό τήν ἀρχή, θά ἐπαναλάμβανα τήν πορεία πού ἔκανα μέχρι τώρα!
Ὕστερα ἀπό 10 χρόνια συνάντησα αὐτόν τόν ἄνθρωπο στό Βουκουρέστι. Ὅταν μέ εἶδε, τρόμαξε, μεταμορφώθηκε καί ἤθελε νά τρέξει μακριά μου, ἀλλά ἐπειδή ἦταν πολύ κοντά, ψέλλισε κάτι καί ἐξαφανίστηκε! Τί εἶχε γίνει; Ἄραγε ἡ “ἀναμόρφωση”, ἄραγε τά ψυχιατρικά ἄσυλα εἶχαν κάνει τήν δουλειά τους ἐπάνω του; Τί δαιμονική μέθοδος εἶχε θρυμματίσει αὐτό τόν ὅρο: ἦθος.

Στό Βόρειο Σταθμό τοῦ Βουκουρεστίου

Φτάσαμε στό σιδηροδρομικό σταθμό καί ἀνεβήκαμε σ᾿ ἕνα ἐργατικό τραῖνο. Ἀκούστηκε ὅτι εἴμαστε σ᾿ ἕνα κουπέ καί ἔρχονταν οἱ καημένοι ἄνθρωποι νά μᾶς δοῦν. Μερικοί ἀποτολμοῦσαν ν᾿ ἀρχίσουν μιά συζήτηση, ἄλλοι μᾶς ἔδιναν ἕνα κομμάτι ψωμιοῦ καί ὅλοι συμμετεῖχαν στό μεγάλο μας πόνο, ἀλλά δέν κατάλαβαν ὅτι ἐμεῖς δέν εἴχαμε  κανένα νόμισμα στήν τσέπη.
Ὅταν κατέβηκα στόν βόρειο σταθμό, ζήτησα ἀπό μιά γυναίκα κάτι ψιλά καί αὐτή μοῦ ἔδωσε ὅ,τι εἶχε στήν τσέπη της. Ἦταν κἄπου καθαρίστρια.
Στό κρηπίδωμα περίμεναν οἱ οἰκογένειες τῶν κρατουμένων. Συνάντησα μιά μητέρα μέ δύο μεγαλούτσικα παιδιά. Ἦταν τρομαγμένοι. Ἡ γυναίκα μᾶς ρώτησε:
– Μήπως ἔχετε ἀκούσει γιά τόν τάδε; Εἶναι ὁ σύζυγος μου καί ὁ  πατέρας αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Ὅλοι ἔρχονται, μόνο γι΄ αὐτόν δέν μαθαίνω τίποτε. Καί ἄν ξέρετε ὅτι ἔχει πεθάνει, πεῖτε μου εἰλικρινά, διότι ὁ κλονισμός τῆς καρδιᾶς μου μ᾿ ἔχει καταστρέψει!
-Κυρία, ἀγαπητή μητέρα, τῆς εἴπαμε, συγχώρησέ μας, ἀλλά δέν  μποροῦμε νά σοῦ ξαλαφρώσουμε τόν πόνο, διότι δέν γνωρίζουμέ τόν σύζυγό σου. Ἀλλά, ἄν δέν ἔλθει σέ 2-3 ἡμέρες, νά μήν τόν περιμένεις ἄλλο!
Ἔκλαιγε αὐτή, ἀλλά καί τά μάτια μας ἦταν γεμᾶτα δάκρυα.
Ἔψαχνα στό κρηπίδωμα νά ἰδῶ τήν φιγοῦρα τῆς μνηστῆς μου, ἀλλά οὔτε αὐτή, οὔτε  κανένας ἀπό τήν οἰκογένεια μου δέν μέ περίμενε. Ἔφτασα στό τράμ, ἀλλά δέν ἤξερα πιἀ ποῦ καί πῶς κυκλοφορεῖ. Ἤθελα νά πάρω τηλέφωνο, ἀλλά δέν ἤξερα πιά πῶς λειτουργεῖ. Τελικά ἔφτασα  στούς συγγενεῖς μου.

 12 Νοεμβρίου 2013
Share Button