Μέ τήν κουβέρτα στό κεφάλι μας ἐπήγαιναν τόν καθένα σ΄ ἕνα κρατητήριο στήν Ἀσφάλεια ἀπό τήν ὁδό Πράχωβας. Τό κρατητήριο δέν εἶχε παράθυρο πρός τά ἔξω, ἀλλά πρός τόν διάδρομο. Ἦταν τά ξημερώματα καί ἀμέσως ὡδηγήθηκα σ᾿ ἕνα γραφεῖο, ὅπου μέ προϋπάντησε ὁρμητικά ἕνα παλληκάρι μέ γυαλιά, ἀδύνατος, μέ τόν βαθμό ὑπολοχαγοῦ. Μοῦ φαίνεται ὅτι ὠνομαζόταν Κενοῦσε. Παρόλο πού μεταφέρθηκα ἄγρια καί ἀδιάντροπα, ἔνοιωσα σ΄ αὐτόν καί μιά ντροπαλοσύνη:
– Ἐδῶ εὑρίσκεσαι στήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, μοῦ εἶπε.
-Ἀπό πότε συνελήφθηκες;
– Ἀπό τό 1941!
– Εἶσαι ἄρρωστος;
– Εἶμαι!
– Ναί, εἶσαι ἄρρωστος, ἀλλά τά κακουργήματα δέν τά ἀφήνεις! Ἐκεῖ πού ἤσουνα ἐδημιούργησες θύματα. Ἔβαλες ἀνθρώπους στήν φυλακή!
– Δέν γνωρίζω νά ἔχει ὑποφέρει κάποιος ἐξ αἰτίας μου.
– Ξέρεις τόν Κ. Β.;
– Ναί.
– Ἀλλά τόν Ν. Φ.;
– Καί αὐτόν.
– Ποῦ τούς γνώρισες;
– Στό Τίργου Ὄκνα.
– Καί πώς ἔχετε ὀργανωθεῖ ἐκεῖ;
-…………….!
– Δέν ἀπαντᾶς; Ἔχουμε μέσα νά σέ κάνουμε νά μιλᾶς! Κερατᾶ, ἤθελες νά ἀναποδογυρίσεις τήν Λαοκρατία!
Ἤμουν ἐντελῶς ἄλαλος ἀπό τίς βλακεῖες πού ἔλεγε. Ἀναρωτιόμουν πού θέλει νά καταλήξει.
– Ρέ, δέν ἀπαντᾶς; Οὔρλιαξε καί πάλιν αὐτός.
Ἔβαλα τό δάκτυλο στήν πληγή!
Νόμιζες ὅτι δέν θά τό μάθουμε; Θά λογοδοτήσεις! Τούς ἔχω πιάσει ἐδῶ ὅλους τούς “κερατάδες” ἀπό τό Τίργου Ὄκνα. Ἀλλοίμονο γιά τά παιδάκια πού εἶχαν ἀποκτἠσει καί τίς οἰκογένειες τους! Ἐσύ φταῖς γιά ὅλα!
– Κύριε … εἶναι πάρα πολύ, εἶναι τόσο ἀναληθῆ αὐτά καί ξαφνιάζομαι εἰλικρινά. Μοῦ ρίχνετε λάσπες πού δέν ἔχουν κανένα θεμέλιο καί εἶμαι σίγουρος ὅτι οὔτε ἐσεῖς δέν τίς πιστεύετε!
– Ἄκου, ρέ, μέ κάνεις ψεύτη! Ἄσε καί θά σοῦ ἀποδείξω ἐγώ ποιός εἶσαι ἐσύ!