Κυριακή Προσευχή
Γέροντος Γεωργίου Καψάνη
Καθηγουμένου Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου
Αγίου Όρους
Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος πίστις μας δὲν εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἰδεολογίες ἢ τὶς φιλοσοφίες ἢ ἀκόμη καὶ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς τὸν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι ὁ θεὸς τῶν φιλοσόφων, δηλαδὴ μία ἰδέα ἢ μία ὑψίστη ἀπρόσωπη ἀρχὴ ἢ μία θρησκευτικὴ ἀξία, στὴν ὁποία ἀναγόμαστε ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς κατώτερες ἀξίες.
Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε σὲ Θεὸ προσωπικό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτὸς ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του σὲ ἐμᾶς διὰ τοῦ δευτέρου προσώπου Του, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώνεται, κηρύσσει τὸ Εὐαγγέλιο, θαυματουργεῖ, σταυρώνεται, ἀνίσταται ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀναλαμβάνεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀποστέλλει τὸν Παράκλητο, γιὰ νὰ μᾶς ἑνώση μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ νὰ ἀποκαταστήση τὴν διαταραχθεῖσα σχέσι μαζί Του. Νὰ μᾶς φέρη σὲ προσωπικὴ συνάντησι, κοινωνία, καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό.
Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι προσωπικός, δὲν μποροῦμε νὰ τὸν γνωρίσουμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ μαζί Του σχέσι ποὺ καλλιεργεῖ ἡ προσευχή. Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν ἰδέα, θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν γνωρίσουμε μὲ λογικὲς ἀποδείξεις. Προσεύχου καὶ ἀγάπα τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τὸν γνωρίσης, μποροῦμε νὰ ποῦμε σὲ κάποιον ποὺ ψάχνει γιὰ τὸν Θεό.
Διά τῆς προσευχῆς ὁ ἀπρόσιτος Θεὸς γίνεται σὲ μᾶς προσιτός. Ὁ ἄγνωστος Θεὸς γίνεται γνωστός. Ὁ ξένος Θεὸς γίνεται οἰκεῖος καὶ φίλος.
Αὐτὸν τὸν δρόμο μᾶς ὑπέδειξε ὁ θεάνθρωπος Κύριός μας. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς προσευχόταν συχνὰ “ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ”.
Μᾶς δίδαξε ἀκόμη ὅτι πρέπει νὰ προσευχώμεθα μὲ ταπείνωσι, ἀμνησικακία, ὑπομονή. Μᾶς ἄφησε δὲ καὶ τύπον, ὑπόδειγμα προσευχῆς τὴν γνωστὴ σὲ ὅλους τους χριστιανοὺς “Κυριακὴ Προσευχή”, τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.
Ἡ ἀξία τῆς προσευχὴ αὐτῆς εἶναι ἀνθρωπίνως ἀνεκτίμητος:
Πρῶτον, διότι εἶναι θεοπαράδοτος.
Δεύτερον, διότι μὲ αὐτὴν προσευχήθηκαν καὶ ἁγιάστηκαν ἡ Παναγία μας, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ ὅσιοι Πατέρες, οἱ εὐσεβεῖς χριστιανοὶ ὅλων τῶν αἰώνων.
Τρίτον, διότι συνοψίζει ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ὅλα τὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο: “Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσα προξένησε μὲ τὴν κένωσή Του κατὰ τὴν σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκουμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνον ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσω τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ “Ἅγιο Πνεῦμα”. Εἶναι δὲ τὰ δῶρα αὐτὰ ἑπτά: “Θεολογία, υἱοθεσία διὰ τῆς Χάριτος, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνιο ζωή, ἀποκατάστασις τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυσις τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας, καὶ κατάργησις τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη”1. Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου ἀπαγγέλλεται 16 φορές, κατὰ δὲ τὴν Μέγ. Τεσσαρακοστὴ 22 φορές.
Εἶναι ἀκόμη τρόπον τινὰ καὶ μία σύνοψις τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἄς ἐντρυφήσωμε στὰ θεία καὶ σωτήρια νοήματά της, μὲ χειραγωγοὺς τοὺς ἁγίους Πατέρας μας, ὥστε νὰ τὴν προσευχώμεθα μὲ περισσότερο πόθο καὶ ἐπίγνωσι.
Πάτερ
Ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ αὐτὴ τὴν ἐπίκλησι. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα.
Πατέρα, γιατί εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης μας. Ὁ χορηγός τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς.
Πατέρα, γιατί γιὰ μᾶς τούς χριστιανοὺς εἶναι καὶ ὁ χορηγός του εὖ εἶναι, τῆς υἱοθεσίας, τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρὸ Χριστοῦ, λόγω τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, εἴμεθα ὄχι μόνο χωρισμένοι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί Του. Ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὸν σταυρικό Του θάνατο μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάριν παιδιά Του. Τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας ἐλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι ἐγίναμε καὶ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Εἶναι λοιπὸν Πατέρας, γιατί μᾶς δίδει τὴν ζωὴ· καὶ ὄχι μόνο τὴν ζωή, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τὴν ζωή Του.
Καὶ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Ὁ γὰρ Πατέρα εἰπών τὸν Θεόν, καὶ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν καὶ κολάσεως ἀναίρεσιν καὶ υἱοθεσίαν καὶ κληρονομίαν καὶ ἀδελφότητα τὴν πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ Πνεύματος χορηγίαν, διὰ τῆς μίας ταύτης ὡμολόγησε προσηγορίας”2. Προσφωνοῦντες τὸν πανάγιον Θεὸν καὶ παντοδύναμον Δημιουργόν τοῦ παντὸς “Πατέρα”, ὁμολογοῦμε ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς τὰ ἀνάξια παιδιά Του, καὶ μάλιστα διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ ἐπίκλησις “Πάτερ” μᾶς ἀνάγει στὸ τριαδικό τοῦ Θεοῦ.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: “Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως ν’ ἀρχίσουν (οἱ προσευχόμενοι) ἀπὸ τὴν θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθομε εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα”3.
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του μᾶς ἐπιτρέπει καὶ προτρέπει νὰ τὸν ὀνομάζουμε πατέρα μας.
Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου.
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς κατὰ τὸ ψαλμικό, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ὑψωθῶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητά, τὰ ἀλλοιούμενα καὶ μεταβαλλόμενα, στὸν Ἀμετάβλητο καὶ Ἀναλλοίωτο καὶ μὲ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἄτρεπτη καὶ ἀκλινῆ νὰ Τὸν οἰκειωθῶ πρῶτα μὲ τὴν προαίρεσί μου καὶ ἔπειτα νὰ Τὸν ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν πολὺ οἰκεία ἐπίκλησι καὶ νὰ εἰπῶ: «Πατέρα». Τί ψυχὴ πρέπει νὰ ἔχει αὐτὸς πού ἔτσι θὰ ὁμιλήση στὸν Θεό; Πόση παρρησία; Ποιὰ συνείδησι;”4. Μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο τὸ δῶρο. Ὅσες φορὲς θελήσουμε, μποροῦμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πατέρα μας. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀξιωθῆ καὶ λάβη αἰσθητῶς τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καὶ αἰσθάνεται καρδιακὰ τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν υἱότητα τὴν ἰδική του. Αἰσθάνεται υἱικὴ καὶ τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Αἰσθάνεται ὡς φιλοπάτωρ υἱὸς φιλοστόργου Πατρός.
Τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κράζει στὴν καρδιὰ μας ἀββᾶ ὁ Πατήρ, δηλαδὴ Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αὐτὴ τὴν τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. “Ότι δὲ ἐστὲ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον: ἀββᾶ ὁ πατήρ”.
Κατ’ εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γινώμεθα ἀληθινοὶ πατέρες, πνευματικοὶ ἢ σαρκικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὀνομάζουμε τὸν Θεὸν Πατέρα κατ’ ἀναλογίαν τῶν ἀνθρώπων πατέρων, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους πατέρας κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, “ἐξ οὗ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον, πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται”5.Ἂν οἱ ἐπίγειοι πατέρες ἀντανακλοῦν τὴν χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανίου Πατρός, τότε εἶναι καὶ ἀληθινοὶ πατέρες. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ καὶ γνήσιοι πατέρες καὶ δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν κάτι οὐσιαστικὸ στὰ παιδιά τους. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν γνήσιοι καὶ σωστοὶ πατέρες.
Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὑποφέρουν σήμερα γιατί δὲν γνώρισαν ἕνα ἀληθινὸ καὶ στοργικὸ πατέρα;
Ἑτερόδοξος χριστιανός, ποὺ προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, εἶπε ὅτι ἔγινε ὀρθόδοξος γιατί μόνο στὴν Ὀρθοδοξία βρῆκε πνευματικοὺς πατέρας, χάρισμα ποὺ χάθηκε στὸν δυτικὸ χριστιανισμό.
Θυμοῦμαι τὴν περίπτωση τοῦ Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκὶλ Γκεωργκίου πού, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, στὸ πρόσωπο τοῦ πτωχοῦ ἀλλὰ ἁγίου ἱερέως πατέρα του εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ διάστημα τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του.
Προσφωνώντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική Του πρόνοια γιά μᾶς. Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Δὲν βρισκόμαστε στὴν ζωὴ γιατί ἔτσι τὸ θέλει κάποια τύχη ἢ τυφλὴ εἱμαρμένη. Εἴμαστε πλάσματα τῆς ἀγάπης Του καὶ βρισκόμαστε συνεχῶς κάτω ἀπὸ τὴν πατρική Του παρακολούθησι καὶ φροντίδα. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα καὶ θεραπεύουσα ἀγάπη Του.
Τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: “Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, διατὶ μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον, ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμεν, τόσες χιλιάδες-μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποιὸν τὰ ἔκαμε; διά τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρεωστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκανε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλον ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν Κόλασιν, ἀλλὰ καρτερεῖ τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάνωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν καί, ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσεν καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπη μας;6.
Συναίσθημα λοιπὸν ἀσφαλείας, ποὺ διώχνει κάθε ἀνασφάλεια καὶ ἄγχος, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπίκλησι τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα μας.
Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει γιά μᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἀντάξια τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: “Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστὶ” (Λουκ. 6, 36). “Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν” (Ματθ. 5, 48).
Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Διὰ τοῦτο ὁ Κύριός μας παραγγέλλει τί λογῆς νὰ προσευχώμεθα πρὸς τὸν κατὰ χάριν Πατέρα μας, διὰ νὰ φυλαττώμεθα πάντοτε ὑποκάτω εἰς τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας ἕως τέλους· εἰς τὸ νὰ εἴμεθα δηλαδὴ τέκνα Θεοῦ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐργασίαν καὶ πράξιν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁπού δὲν κάμνει ἔργα πνευματικὰ ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ σατανικά, ὁ τοιοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζη Πατέρα τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν ἐναντίον Διάβολον κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου μας: “Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ Διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν” (Ἰωάν. 8, 44)· ἤγουν, ἐσεῖς εἶσθε γεννημένοι κατὰ τὴν κακίαν ἀπὸ τὸν πατέρα σας τὸν Διάβολον, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς σας ἀγαπᾶτε νὰ κάμνετε. Μᾶς προστάζει δὲ νὰ τὸν ὀνομάζωμεν Πατέρα μας, ἕνα μέν, διὰ νὰ μᾶς πληροφορήση πὼς ἐγεννήθημεν κατὰ ἀλήθειαν τέκνα Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἄλλο δέ, ὅτι πρέπει νὰ φυλάττωμεν καὶ τὰ σημάδια, ἤγουν τὰς ἀρετάς τοῦ Πατρός μας, ἐντρεπόμενοι τρόπον τινὰ τὴν συγγένειαν ὁπού ἔχομεν μὲ αὐτόν”7. Ἠμῶν
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριός μας διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ Πάτερ ἡμῶν. Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωιστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ. Ἔτσι ἡ καρδιὰ μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τούς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγω τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τούς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγω τῆς κοινῆς πίστεώς μας καὶ κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπιπλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.
Πῶς μπορεῖς νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ὡς ἀδελφούς;
«Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχό, ἀφοῦ στὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι.
Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα καὶ ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο»8.
Ὅπως θὰ ἰδοῦμε περαιτέρω, καὶ τὰ λοιπὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ξεπεράσουμε τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμὸ καὶ ἐγωκεντρισμό μας, τὴν φιλαυτία, καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε καὶ προσφερθοῦμε στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ τὴν φιλοθεΐα, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν φιλανθρωπία-φιλαδελφία.
Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς
Ὁ Πανάγιος Θεὸς εἶναι Πατέρας μας, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος ἐν τοῖς οὐρανοῖς Πατέρας. Διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “Τὸ δὲ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ὅταν εἴπη, οὐκ ἐκεῖ τὸν Θεὸν συγκλείων τοῦτο φύσιν, ἀλλὰ τῆς γῆς ἀπάγων τὸν εὐχόμενον καὶ τοῖς ὑψηλοῖς προσηλῶν χωρίοις καὶ ταῖς ἄνω διατριβαῖς”9. Δὲν περιορίζει δηλαδὴ τὸν Θεὸ στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ ὑψώνει ἀπὸ τὴν γῆ τὸν προσευχόμενο καὶ τὸν προσηλώνει στοὺς ἀνώτερους χώρους καὶ τὶς ἄνω κατοικίες.
Τὴν ἁγιότητα λοιπὸν τοῦ Θεοῦ Πατρὸς δηλώνει τὸ “ἐν οὐρανοῖς” καὶ ὄχι τὸν τόπο τοῦ πανταχοῦ παρόντος Θεοῦ.
Ἔτσι θεολογεῖ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Διότι ἡ διάστασις ἀνάμεσα στὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι τοπική, ὥστε νὰ χρειαστοῦμε κάποιο τέχνασμα ἢ κάποια ἐπινόησι, γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὸ βαρὺ καὶ παχυλὸ καὶ χωμάτινο τοῦτο σαρκίο στὴν ἀσώματο καὶ νοερὰ διαγωγή. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι νοητῶς χωρισμένη ἀπὸ τὸ κακό, στὴν προαίρεσι μόνο τοῦ ἀνθρώπου ἀποκεῖται τὸ νὰ εἶναι σὲ ἐκεῖνο, πρὸς τὸ ὁποῖο κλίνει μὲ τὴν ἐπιθυμία του”10.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς δίδει τὴν πρακτικὴ καὶ ἠθικὴ συνέπεια τῆς φράσεως αὐτῆς: “Ἀλλ’ ἐπειδὴ ὁ Πατέρας μας εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ βλέπωμεν μὲ τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄχι κάτω εἰς τὴν γῆν ὡσὰν τοὺς χοίρους, ἀλλ’ εἰς αὐτὸν τὸν γλυκύτατόν μας Σωτήρα καὶ Δεσπότην καὶ εἰς τὰ οὐράνια κάλλη τοῦ Παραδείσου. Ὄχι μόνον εἰς καιρὸν προσευχῆς, ἀλλὰ παντοτεινά καὶ εἰς κάθε καιρὸν πρέπει νὰ ἔχωμεν τὸν νοῦν μας εἰς τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ μὴ σκορπίζεται ἐδῶ κάτω εἰς τὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα”11.
Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
Εἶναι τὸ πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Τὸ “ἁγιασθήτω” σημαίνει “δοξασθήτω”, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο.
Δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ὁ ἄκτιστος Θεὸς τὴν ἀνάγκη νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ κτιστά του πλάσματα. Θέλει ὅμως νὰ τὸν δοξάζουμε, γιατί αὐτὸ ὠφελεῖ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ δοξάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ δόξα ψευδῆ, ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Ἡ φιλοδοξία εἶναι γέννημα τῆς φιλαυτίας.
Δοξάζοντας τὸν Θεὸ τοποθετούμεθα σωστὰ στὸν κόσμο, ἀναγνωρίζοντας τὸν Θεὸ ὡς ἄξιο δόξης, γιατί αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ Πατέρας, ὁ Πανάγιος, ὁ Λυτρωτής, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος, τὸ Κέντρο τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα πλάσματά Του, ποὺ ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε γιατί ἐκεῖνος τὸ θέλει.
Δοξάζοντας τὸν ἑαυτό σου ἐξαπατᾶσαι. Δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζεις τὴν φύσι σου, τὸν προορισμό σου, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, δὲν εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, δὲν εἶσαι ἀπὸ μόνος σου ἄπειρος καὶ ἀθάνατος. Μὲ ἄλλα λόγια δέχεσαι τὰ ὅριά σου.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τὸν ἑαυτό τους δὲν μποροῦν νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: “Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρ’ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;” (Ἰω. 5, 44). Αὐτὸ παθαίνει καὶ ἡ σύγχρονη οὐμανιστική μας φιλοσοφία, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου. Τὴν στάσι τοῦ οὐμανιστοῦ ἀνθρώπου συνοψίζει ὁ Γάλλος ἄθεος συγγραφεὺς Ζ. Π. Σάρτρ, ὅταν λέγη πρὸς τὸν Θεό: “Ὅταν ὑπάρχης Σύ, δὲν μπορῶ νὰ ὑπάρχω ἐγώ. Ἢ Σὺ ἢ ἐγώ”.
Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀληθινὰ δοξάζεται, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, ὅταν μέσα στὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνη ὄχι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ψευδοθεός, ἀλλὰ Θεὸς κατὰ Χάριν, ἄναρχος, καὶ ἀτελεύτητος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.
Οἱ πρόσφατες πολιτικὲς ἐξελίξεις στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη ἔδειξαν γιὰ μία ἀκόμη φορά πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, θεοποιοῦν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ τὸν δοξάζουν ὡς θεό. Τὰ εἴδωλα ὅμως πέφτουν καὶ οἱ ἀρνούμενοι νὰ δοξάσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ βρίσκονται στὸ χάος.
Καὶ ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ δοξάση τὸν Θεό, στὸ τέλος ἀντὶ δόξης περιβάλλεται τὴν ἀθλιότητα ἀκατονόμαστων παθῶν καὶ κακιῶν.
Οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ συντελέσουν στὸ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ὅταν ζοῦν ζωὴ ἁγία. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια του Κυρίου: “Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (Ματθ. 5, 16).
Ἀντίθετα ὅταν δὲν ἔχουμε πολιτεία ἀντάξια τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον πιστεύουμε, “βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔθνεσι” (Ρωμ. 2, 24). Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ “ἁγιασθήτω τὸ ὄνομα σου” σημαίνει τελικά, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο: “καταξίωσον… οὕτως ἡμᾶς βιοῦν καθαρῶς, ὡς δι’ ἡμῶν ἄπαντας σὲ δοξάζειν”12. Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, εἶναι δεῖγμα τελείας φιλοσοφίας τὸ νὰ δίδουμε σὲ ὅλους τὸ παράδειγμα ἀκηλίδωτου βίου, ὥστε κάθε ἕνας ποὺ μᾶς βλέπει νὰ ἀναπέμπη στὸν Κύριο τὴν δοξολογία γι’ αὐτὸ.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δοξάζεται, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἀδιάλειπτα, καρδιακὰ καὶ νοερὰ κράζουν: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”. Ἐλέχθη ἤδη ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ Θείου ὀνόματος ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, δοξάζεται καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρία θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εὐχὴ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”, εἶναι σύνοψις τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἐπίκλησις καὶ τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα συνοψίζονται στὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ”, ἐνῶ τὰ τρία τελευταῖα στὸ “ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν”.
Ἔτσι ἡ εὐχὴ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, καὶ ἀκόμη προετοιμάζει τὸν εὐχόμενο νὰ λέγη μὲ περισσότερο ζῆλο καὶ πνευματικὴ αἴσθησι τὸ “Πάτερ ἡμῶν”.
Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου
Ὅταν ὁ Θεὸς βασιλεύη στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται, εἰρηνεύει, ἀναπαύεται, ἁγιάζεται. Ὅταν δὲν βασιλεύη ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐκτεθειμένος στὴν τυραννία τοῦ διαβόλου ποὺ τὸν ὑποδουλώνει στὰ πάθη, στὴν φιλαυτία καὶ τὸν φέρνει στὴν ἀνία, στὸ κενό, στὴν πλῆξι, στὴν μοναξιά, κάνοντας τὴν ζωὴ του κόλασι.
Ὁ σημερινὸς κόσμος ποὺ ἀρνεῖται τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, βασανίζεται ἀπὸ φρικτὲς δαιμονικὲς καταστάσεις, ὅπως τὴν μαγεία, τὶς δεισιδαιμονίες, τὰ ναρκωτικά, τὴν τρομοκρατία, τὰ ἐγκλήματα, τὴν διάλυσι τῆς οἰκογενείας.
Μᾶς διδάσκει λοιπὸν ὁ Κύριος νὰ ζητοῦμε νὰ ἔλθη ἡ Βασιλεία του, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη φύσις αὐτοθελήτως ἐσκλαβώθη εἰς τὸν ἀνθρωποκτόνον Διάβολον, διὰ τοῦτο μᾶς προστάζει ὁ Κύριός μας νὰ παρακαλοῦμεν τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἐλευθερώση ἀπὸ τὴν πικράν τυραννίαν τοῦ Διαβόλου. Ἀλλεοτρόπως δὲ τοῦτο δὲν γίνεται πάρεξ ἐὰν ἔλθη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἰς ἡμᾶς, ἤγουν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ ἀποδιώξη ἀπὸ λόγου μας τὸν τύραννον ἐχθρὸν καὶ νὰ βασιλεύση εἰς ἡμᾶς… Διά τοῦτο πρέπει νὰ λέγωμεν κατὰ τὸν θεῖον Μάξιμον: «Ἐλθέτω τὸ Πνεῦμα σου τὸ Ἅγιον, ὅπως καθαρίση ἡμᾶς ὁλικῶς ψυχὴ τε καὶ σώματι»· ἤγουν, ἂς ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ νὰ μᾶς καθαρίση τελείως καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, διὰ νὰ γίνωμεν κατοικία ἀξία εἰς τὸ νὰ ὑποδεχθῶμεν ὅλην τὴν Ἁγίαν Τριάδα διὰ νὰ βασιλεύση εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Θεὸς εἰς ἡμᾶς, ἤγουν εἰς τὰς καρδίας μας, καθὼς εἶναι γεγραμμένον: “ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν” (Λουκ. 17, 21)13.
Μᾶς λέγει ἡ Γένεσις ὅτι κατὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου σκότος ἐκάλυπτε τὴν ἄβυσσο καὶ Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω του ὕδατος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔδιωξε τὰ σκοτάδια καὶ ἐμορφοποίησε τὸ χάος. Σκότος καὶ χάος βασιλεύει καὶ στὸ ἐσωτερικό τοῦ ἀνθρώπου. Μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήση τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ κατοικήση μέσα του, καθαρίζεται ἀπὸ τὰ πάθη, φωτίζεται, βρίσκει τὴν ἐσωτερική του ἰσορροπία καὶ ἑνότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προσευχὴ πρὸς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ “Βασιλεῦ οὐράνιε”, ποὺ εἶναι ἐπέκτασις τοῦ “ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, λέμε: “ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος καὶ σῶσον ἀγαθὲ τὰς ψυχάς ἡμῶν”.
Γράφει σχετικὰ καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης: “Ἂν λοιπὸν ζητήσουμε νὰ ἔρθει σ’ ἐμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, αὐτὰ νὰ ἱκετεύσομε τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας: Ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴ φθορά, νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὸ θάνατο, νὰ μοῦ χαλαρωθοῦν τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, νὰ μὴ βασιλεύει ἐπάνω μου ὁ θάνατος, ν’ ἀδρανήσει πιὰ ἡ ἐναντίον μου τυραννικὴ ἐξουσία τῆς κακίας, νὰ μὴ μὲ νικήσει ὁ ἐχθρὸς οὔτε νὰ μ’ αἰχμαλωτίσει μὲ τὴν ἁμαρτία΄ ἀλλὰ ἂς ἔρθει σ’ ἐμένα ἡ βασιλεία σου, γιὰ νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ μένα ἢ καλύτερα νὰ ἀποχωρήσουν στὸ μὴ ὂν τὰ πάθη ποὺ κυριαρχοῦν τώρα καὶ βασιλεύουν”14
Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μία ἐξωτερικὴ τακτοποίησις τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἐνοίκησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιές μας, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν μεταμόρφωσι τοῦ κόσμου μέσω τῶν μεταμορφωμένων ἀνθρώπων.
Γι’ αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας οὐδέποτε ἐπεδίωξε τὴν κατάκτησι τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, ἀλλὰ τὴν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωσί του. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμὸς δὲν εἶναι ἀκτιβιστικὸς -τῶν ἔργων-, ἀλλὰ ἡσυχαστικός, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς θεωρίας, μέσω τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται καὶ μεταμορφώνεται σὲ καινὴ κτίσι.
Ἡ μετοχὴ τῶν Ἁγίων στὸ ἄκτιστο φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, μετοχὴ στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν δόξα του καὶ στὴν λαμπρότητά του.
Γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
Τὸ ἐγωιστικὸ θέλημα ἐχώρισε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν ἐξώρισε ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἔγινε αἰτία ὅλων τῶν κακῶν. Ἂν δὲν ἀπαρνηθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸ ἐγωιστικό του θέλημα καὶ δὲν υἱοθετήση τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ θεραπευθῆ ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀρρώστια τῆς φιλαυτίας καὶ τοῦ ἐγωισμοῦ.
Τὴν ἀνυπακοὴ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ἦλθε νὰ διορθώση ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, καὶ ἡ νέα Εὔα, ἡ Θεοτόκος, μὲ τὴν τελεία ὑπακοή Τους.
Ὁ Χριστὸς ἔγινε ὑπήκοος στὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς Του μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου. Κατὰ τὴν ἀγωνία τῆς Γεθσημανῆ ὁ Κύριος παρεδόθη τελείως στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός: “Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὒχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ’ ὡς σὺ” (Ματθ. 26, 39).
Μᾶς ἄνοιξε ἔτσι τὸν κλειστὸ μέχρι τώρα δρόμο πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τῆς ὑπακοῆς Του καὶ ἔγινε ὁ πνευματικὸς γενάρχης τῆς γενεᾶς τῶν ὑπηκόων τέκνων τοῦ Θεοῦ.
Κάθε χριστιανὸς ποὺ ἀποτάσσεται πρὸ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τὸν διάβολο καὶ συντάσσεται μὲ τὸν Χριστό, ὑπόσχεται νὰ εἰσέλθη στὴν ὑπακοὴ τοῦ Χριστοῦ.
Τὴν χάρι νὰ κάνουμε ἐμεῖς καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Κυρίου ζητοῦμε μὲ τὸ αἴτημα αὐτό. Ζητοῦμε δὲ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὁλοκληρωτικά, ὅπως γίνεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, ποὺ κάνουν τελεία ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: “οὕτω καὶ ἡμᾶς καταξίωσον τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἐξ ἡμισείας τὸ θέλημά σου ποιεῖν, ἀλλὰ πάντα καθάπερ θέλεις πληροῦν”. Καὶ προσθέτει: “Καὶ πάλιν τὴν ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης πρόνοιαν ἕκαστον ἡμῶν τῶν προσευχομένων ἀναδέχεσθαι ἐπέταξεν. Οὐδὲ γὰρ εἶπε, γενηθήτω τὸ θέλημά σου ἐν ἐμοί, ἢ ἐν ἡμῖν· ἀλλά, πανταχοῦ τῆς γῆς, ὥστε λυθῆναι τὴν πλάνην καὶ φυτευθῆναι τὴν ἀλήθειαν καὶ ἐκβληθῆναι κακίαν ἅπασαν καὶ ἐπανελθεῖν ἀρετήν, καὶ μηδὲν ταύτην διαφέρειν λοιπὸν τὸν οὐρανὸν τῆς γῆς. Εἰ γὰρ τοῦτο γένοιτο, φησίν, οὐδὲν διοίσει τὰ κάτω τῶν ἄνω, εἰ καὶ τῇ φύσει διέστηκεν, ἀγγέλοις ἐτέροις τῆς γῆς ἡμῖν ἐπιδεικνυμένοις”15.
Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἐκήρυττε καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς νὰ ζοῦν τὴν τέλεια χριστιανικὴ ζωή, ὥστε πρὶν μεταστοῦν στὴν αἰώνια ζωὴ νὰ ζοῦν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Νὰ γίνη ἡ γῆ οὐρανός.
Οἱ ἄνθρωποι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἢ ἀπὸ φόβο νὰ μὴ κολαστοῦν, ἢ γιὰ νὰ λάβουν ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Στὴν πρώτη περίπτωση ἐνεργοῦν σὰν δοῦλοι, στὴν δεύτερη σὰν μισθωτοὶ καὶ στὴν τρίτη σὰν υἱοί. Πρὸς αὐτὸ τὸ τελευταῖο πρέπει νὰ τείνουμε ὅλοι. Νὰ κάνουμε τὸ θεῖο θέλημα ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ὡς υἱοί Του. Αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τελειότητας. Ἔτσι κάνουν καὶ ἅγιοι ἄγγελοι στὸν οὐρανό.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος κάνει τὸ δικό του θέλημα, δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ ἀληθινὴ ἐσωτερικὴ ἀναύπασι. Ὅταν ὅμως κάνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ εἰρηνεύει. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἄνωθεν εἰρήνη ποὺ ζητοῦμε στὴ Θεία Λειτουργία.
Μέσα στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεό.
Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη κάνουμε ὅλα τὰ διαταχθέντα, θὰ αἰσθανόμαστε ὡς “ἀχρεῖοι δοῦλοι”, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, γιατί δὲν σωζόμαστε ἀπὸ τὰ καλά μας ἔργα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσι (ἠθικισμὸς) δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸ ταπεινὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ἦθος. Ὅπως ἐδίδαξε καὶ ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ καλά μας ἔργα ἀποτελοῦν προϋπόθεσι γιὰ νὰ λάβουμε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ καρπὸ της ποτὲ ὅμως δὲν μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν τὸν σκοπὸ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι πάντα ἡ ἀπόκτησις τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατὰ βάθος ἐκφράζουν τὴν περιεκτικὴ ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ στὴν ἀληθινὴ ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ψευδοελευθερία. Οἱ χριστιανοὶ διαλέγοντας τὴν ὑπακοή τους πρὸς τὸν Θεὸ διαλέγουν τὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, ποὺ προϋποθέτει τὸ σταύρωμα καὶ τὴν θυσία τοῦ ἐγωισμοῦ μας.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἐμπειρία τους: “Ἡ ὑπακοὴ ζωή, ἡ ἀνυπακοὴ θάνατος”.
Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον
Κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, ὅσον ἀφορᾶ τὴν πολιτεία, τὸ ἦθος, ὁ Κύριος ἐπιτάσσει νὰ ζητοῦμε ἀγγελικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ ἐκπληρώνουμε ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐκπληρώνουν. Ἐπειδὴ ὅμως ἐμεῖς ὡς ἄνθρωποι φέρουμε σάρκα, μᾶς ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε καὶ τὰ ἀναγκαία γιὰ τὸ σῶμα. Νὰ μὴ ζητοῦμε τὴν πολυτέλεια καὶ τὴν τρυφή, ἀλλὰ τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον (δηλαδὴ τὰ βασικὰ καὶ ἀπαραίτητα), καὶ μάλιστα “σήμερον”, χωρὶς ἀγωνιώδη μέριμνα, “ὥστε μὴ περαιτέρω συντρίβειν ἑαυτοὺς τῇ φροντίδι τῆς ἐπιούσης ἡμέρας”16. Μὲ τὸ αἴτημα αὐτὸ ζητοῦμε, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, ὄχι μόνο τὸν ὑλικὸ ἄρτο, ἀλλὰ κυρίως τὸν πνευματικὸ Ἄρτο, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς προσφέρεται σὲ μᾶς μὲ τὸ λόγο Του καὶ μὲ τὸ Σῶμα καὶ μὲ τὸ Αἷμα Του. Σὲ κάθε Θεία Λειτουργία γίνεται αὐτὴ ἡ προσφορά.
Στὸ πρῶτο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας, τὸ διδακτικό, προσφέρεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς στίχους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στὰ Ἀντίφωνα καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Στὸν Ἅγιον Ὅρος ψάλλονται καὶ οἱ μακαρισμοί.
Στὸ δεύτερο μέρος τῆς Θείας Λειτουργίας μετέχουμε στὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ κοινωνοῦμε τὸ σταυρωθὲν καὶ ἀναστᾶν Σῶμα Του. Γι’ αὐτὸ καὶ πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας ἀπαγγέλλουμε τὴν Προσευχὴ αὐτή, ἀφοῦ προηγηθῆ ἡ ἐκφώνησις “καὶ καταξίωσον ἡμᾶς, Δέσποτα, μετὰ παρρησίας ἀκατακρίτως τολμᾶν ἐπικαλεῖσθαι Σὲ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα, καὶ λέγειν”.
Ἔτσι ἡ προσευχὴ αὐτὴ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν Θεία Εὐχαριστία καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου. Ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ἀγαθά, Τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς τὸν μόνο χορηγὸ κάθε καλοῦ, καὶ ὅλα τὰ δῶρα τῆς ζωῆς τὰ ἀναγνωρίζουμε ὡς δικά Του δῶρα.
Αὐτὸ μᾶς βοηθεῖ νὰ ἔχουμε ταπείνωσι, εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”, “Ἄξιον καὶ δίκαιον”, “Ὑπὲρ τούτων ἁπάντων εὐχαριστοῦμέν σοι… τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων… ὧν ἴσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν”.
Μᾶς βοηθεῖ ἀκόμη νὰ ἀντιπροσφέρουμε στὸν Θεὸ τὰ δῶρα Του: “Τὰ σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα”.
Τώρα μποροῦμε νὰ τηροῦμε τὴν σωστὴ στάσι ἀπέναντι τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ, ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, ποὺ ἐπειδὴ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ τὰ περιφρονοῦμε ἢ νὰ τὰ ἀτιμάζουμε ἢ νὰ τὰ ἐκμεταλλευώμεθα. Ἔτσι μποροῦμε νὰ κάνουμε τὴν σωστὴ εὐχαριστιακὴ χρῆσι τοῦ κόσμου ἀποφεύγοντας τὴν πνευματικῶς καταστροφικὴ κατάχρησι ἢ παράχρησι. Ἂν εἴχαμε υἱοθετήσει τὸν εὐχαριστιακὸ τρόπο ζωῆς, θὰ σεβώμαστε τὴν κτίσι ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ δὲν θὰ εἴχαμε φθάσει στὴν σημερινὴ φοβερὴ οἰκολογικὴ καταστροφή.
Ἂς προσέξουμε καὶ τοῦτο. Ὁ σύγχρονος καταναλωτικὸς τρόπος ζωῆς ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεσι μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ. Δὲν εἶναι εὐχαριστιακός, ἀλλὰ ἀχαριστιακός. Δὲν εἶναι φιλάδελφος, ἀλλὰ ἐγωιστικὸς καὶ ἀτομικιστικός. Δὲν ἀγαπᾶ τὴν λιτότητα, τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ ἐπιδιώκει τὴν ἀλόγιστη σπατάλη καὶ πολυτέλεια. Ὅλοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία μας τελικὰ γίνεται ὁ τάφος μας καὶ ἡ αἰτία πολλῶν ἀδικιῶν καὶ κοινωνικῶν κακῶν.
Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι δὲν ζητοῦμε τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ὅπως καὶ στὰ προηγούμενα αἰτήματα, ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας. Δὲν μπορεῖς νὰ ξεχάσεις τοὺς ἀδελφούς σου, ὅταν ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ ἀγαθά.
Στὸ “ἡμῶν” καὶ στὸ “ἡμῖν” τοῦ αἰτήματος αὐτοῦ βασίζεται ἡ ὀρθόδοξος κοινωνιολογία, φιλανθρωπία καὶ φιλαδελφία. Μᾶς θυμίζει τὸν πολλαπλασιασμὸ ἀπὸ τὸν Κύριο τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ἰχθύων στὴν ἔρημο γιὰ νὰ χορτάση ὅλος ὁ λαός. Ὅπως καὶ τὴν κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων χριστιανῶν τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν συγχρόνων μοναστικῶν κοινοβίων.
Ἐδῶ ἀκόμη βασίζεται καὶ ἡ ὀρθόδοξος ἱεραποστολή. Πῶς μποροῦμε νὰ μὴ πονέσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερθοῦμε γιὰ τὴν μετάδοσι τοῦ οὐρανίου Ἄρτου σ’ αὐτοὺς πού λιμοκτονοῦν πνευματικά;
Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζῆ ἐγωκεντρικά, δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρήση τὸν συνάνθρωπό του. Ὁ θιγόμενος ἐγωισμός του δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπει. Ὅταν ὅμως ἀποφασίση διὰ τῆς μετανοίας νὰ ζήση θεοκεντρικά, τότε συγχωρεῖ ὅσους τὸν ἐστενοχώρησαν, ἀδίκησαν καὶ ἔβλαψαν.
Ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν μνησικακία θέλει ἀγώνα, γιατί ὁ ἐγωισμὸς δυναστεύει τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἐδίδαξε νὰ ζητοῦμε τὴν συγχώρησί μας ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι καὶ ἐμεῖς θὰ συγχωροῦμε τοὺς πταίοντας σέ μᾶς.
Θὰ μποροῦσε, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, νὰ μᾶς συγχωρῆ ὁ Κύριος χωρὶς νὰ ἀπαιτῆ προηγουμένως νὰ συγχωροῦμε ἐμεῖς τοὺς συνανθρώπους μας. “Αλλ’ ὅμως καὶ οὕτω τὴν αὐτοῦ φιλανθρωπίαν ἐπιδείκνυται…, ἀλλὰ βούλεταί σε καὶ ἐντεῦθεν εὐεργετεῖσθαι, μυρίας σοι πανταχόθεν παρέχων ἡμερότητος καὶ φιλανθρωπίας ἀφορμάς καὶ τὸ ἐν σοί θηριῶδες ἐκβάλλων καὶ τὸν θυμὸν σβεννὺς καὶ πανταχόθεν σὲ συγκολλῶν τῷ μέλει τῷ σῷ”17.
Πράγματι μὲ τὴν μνησικακία καὶ ἐχθρότητα χωρίζεσαι ἀπὸ τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι δικό σου μέλος, ἀφοῦ ἀμφότεροι εἶσθε μέλη Χριστοῦ καὶ ἄρα ἀλλήλων μέλη. Μὲ τὴν ἄφεσι καὶ τὴν συμφιλίωσι ἐπανασυνδέεσαι καὶ συγκολλᾶσαι μὲ τὸ δικό σου μέλος. Πῶς μπορεῖς ἀλήθεια νὰ ἀναπαύεσαι, ὅταν κάποιο μέλος σου εἶναι ἀποκολλημένο ἀπὸ τὸ σῶμα σου; Μόνο ἂν δὲν εἶσαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἢ ἂν εἶσαι νεκρὸ μέλος Του δὲν θὰ αἰσθάνεσαι καὶ τὸν ἀδελφό σου ὡς ἰδικό σου μέλος.
Ὁ χριστιανὸς ποὺ ζῆ θεοκεντρικά, ζῆ κατὰ μίμησιν τοῦ οὐράνιου Πατρός. Ἀφοῦ συγχωρεῖ ὁ Θεός, συγχωρεῖ καὶ αὐτός. Πῶς θὰ μποροῦσε ἄλλωστε νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν ἰδικὴ του συγχώρησι, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ συγχωρῆ τὰ ἐλαφρότερα παραπτώματα τοῦ συνδούλου του; Θὰ ὡμοίαζε πρὸς τὸν πονηρὸ δοῦλο τῆς γνωστῆς παραβολῆς πού, ἐνῶ ὁ εὔσπλαχνος Κύριος του ἐχάρισε ἕνα τεράστιο χρέος, αὐτὸς δὲν ἐχάριζε στὸν συνδουλὸ του ἐλάχιστο ποσό.
Μᾶς βοηθεῖ τὸ αἴτημα αὐτὸ ἀκόμη νὰ διατηροῦμε ταπεινὸ φρόνημα, γιατί μᾶς ὑπενθυμίζει ὄχι μόνο τὴν προσωπική μας ἁμαρτωλότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὴν ὁποία εὔστοχα ἀναφέρεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἂς μετρήσομε λοιπὸν ἀρχίζοντας ἀπὸ δῶ τὰ πλημμελήματα τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στὸ Θεό.
Κατὰ πρῶτον ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ἔνοχος τιμωρίας στὸν Θεό, γιατί ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ δημιουργό του κι αὐτομόλησε στὶς τάξεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ ἔγινε δραπέτης κι ἀποστάτης ἀπὸ τὸν φυσικὸ Κύριό του.
Δεύτερο, γιατί ἀντάλλαξε τὴν αὐτεξούσια ἐλευθερία του μὲ τὴν ὀλέθρια δουλεία τῆς ἁμαρτίας καὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Θεό, νὰ ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς καταστροφῆς.
Ἀλλὰ ἀπὸ ποιὸ κακὸ θὰ μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ δεύτερο τὸ νὰ μὴ βλέπει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ δημιουργοῦ, ἀλλὰ νὰ στρέψει τὸ πρόσωπό του στὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας;
Ἀλλὰ καὶ ἡ περιφρόνηση τῶν θεϊκῶν ἀγαθῶν καὶ ἡ προτίμηση πρὸς τὰ δολώματα τοῦ πονηροῦ σὲ ποιὸ βαθμὸ τιμωρίας μπορεῖ νὰ ταχθεῖ;
Ἐπίσης ἡ καταστροφὴ τῆς εἰκόνας καὶ ὁ ἀφανισμὸς τῆς σφραγίδας, ποὺ μᾶς σφράγισε κατὰ τὴν ἀρχικὴ δημιουργία μας, καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς δραχμῆς καὶ ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ πατρικὸ τραπέζι καὶ ὁ ἐθισμὸς στὸν βρωμερὸ βίο τῶν χοίρων καὶ ἡ κατασπατάληση τοῦ πολύτιμου πλούτου καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια πλημμελήματα μποροῦμε νὰ βροῦμε στὴ Γραφὴ καὶ νὰ σκεφθοῦμε μὲ τὸ νοῦ μας, ποιὸς λόγος μπορεῖ νὰ τ’ ἀριθμήσει;
Ἐπειδὴ λοιπὸν σὲ τέτοια πλημμελήματα εἶναι ἔνοχο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ πρέπει νὰ ἐκτίσει τιμωρία, γι’ αὐτὸ νομίζω μᾶς παιδαγωγεῖ ὁ Λόγος μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, νὰ μὴ δείχνομε καθόλου θάρρος κατὰ τὴ συνομιλία μας μὲ τὸν Θεό, ἐπειδὴ ἔχομε τάχα καθαρὴ συνείδηση, ἀκόμα κι ἂν εἶναι κάποιος ὅσο γίνεται περισσότερο ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πλημμελήματα»18 .
Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ
Καὶ μὴ ἐπιτρέψης, Κύριε, νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό.
Δύο εἰδῶν εἶναι οἱ πειρασμοὶ κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο. Οἱ ἐνήδονοι καὶ οἱ ἐνόδυνοι. Αὐτοὶ ποὺ φέρουν ἡδονὴ καὶ αὐτοὶ ποὺ φέρουν ὀδύνη. Οἱ πρῶτοι εἶναι ἑκούσιοι καὶ γεννοῦν τὰ πάθη. Οἱ δεύτεροι εἶναι ἀκούσιοι καὶ διώχνουν τὰ πάθη. Τοὺς ἑκούσιους πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε. Τοὺς ἀκούσιους νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε καὶ νὰ ἀπευχώμεθα, διότι εἴμεθα ἀδύνατοι καὶ μπορεῖ νὰ ὑποκύψουμε· ἀλλ’ ὅταν ἔλθουν, νὰ τοὺς ὑπομένουμε μὲ γενναιότητα ὡς “καθαρτήριον” τῆς ψυχῆς.
Ἀναφερόμενος στὸ θέμα τῶν ὀδυνηρῶν πειρασμῶν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης παρατηρεῖ: “Ὁ Θεὸς λοιπὸν κινούμενος εἰς συμπάθειαν τῆς ταλαιπωρίας καὶ παρανόμου κλίσεώς μας, παραχωρεῖ νὰ μᾶς ἔρχονται οἱ πειρασμοί, καὶ κάποτε νὰ εἶναι πολὺ φρικτοὶ καὶ φοβεροί, κατὰ διαφόρους τρόπους, διὰ νὰ ταπεινούμεθα καὶ νὰ γνωρίζωμεν τὸν ἑαυτόν μας, ἀγκαλὰ καὶ μᾶς φαίνονται πὼς εἶναι ἀνωφελεῖς· καὶ ἐδῶ δείχνει ἐν ταυτῷ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν σοφίαν τοῦ· ἐπειδὴ μὲ ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται εἰς ἡμᾶς πλέον βλαπτικόν, περισσότερον μᾶς ὠφελεῖ· ἐπειδὴ ταπεινούμεθα περισσότερον· τὸ ὁποῖον εἶναι πλέον χρειαζόμενον ἀπὸ ὅλα εἰς τὴν ψυχὴν μας”.
Διδάσκοντάς μας ὁ Κύριος νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τούς πειρασμούς, λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μᾶς ἐκπαιδεύει νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀδυναμία μας, καὶ ἔτσι καταστέλλει τὸ “φύσημα”, τὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια. Ὅταν ὅμως ἔρχωνται οἱ πειρασμοὶ χωρὶς ἐμεῖς νὰ τοὺς ζητοῦμε, τότε πρέπει νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ γενναιότητα, “ἵνα καὶ τὸ γενναῖον ἀντιδειξώμεθα καὶ τὸ ἀκενόδοξον”.
Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ὅτι ὁ Κύριος δὲν λέγει ἀπὸ τῶν “πονηρῶν”, δηλαδὴ πονηρῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τοῦ “πονηροῦ”, δηλαδὴ τοῦ διαβόλου, γιὰ νὰ μᾶς διδάξη νὰ μὴ αἰτιώμεθα καὶ μνησικακοῦμε κατὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς στεναχωροῦν, ἀλλὰ κατὰ τοῦ διαβόλου ποὺ τοὺς ὑποκινεῖ. Καλεῖ δὲ τὸν διάβολο πονηρό, “κελεύων ἡμᾶς ἄσπονδον πρὸς αὐτὸν ἔχειν πόλεμον”, καὶ ἀκόμη γιὰ νὰ δείξη ὅτι ἡ πονηρία δὲν εἶναι φυσικὴ κατάστασις, ἀλλὰ ἀποτέλεσμα τῆς κακῆς προαιρέσεως.
Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα
Εἶναι φυσικὸ νὰ τελειώνη ἡ Προσευχὴ μὲ τὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴν παράκλησι νὰ ρυσθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Τὸν τελευταῖο λόγο στὸν κόσμο ἔχει ὁ παντοδύναμος Θεός, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, καὶ ὄχι ὁ διάβολος ποὺ κατὰ παραχώρησιν φαίνεται πολλὲς φορὲς νὰ κινῆ τὰ νήματα τῆς ἱστορίας. Ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ φέρη ἀναστάτωσι, νὰ ἐπικρατεῖ προσωρινὰ στὸν κόσμο μὲ τὰ ὄργανά του, ἀλλὰ τελικὰ θὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου.
Ἡ ἐξουσία τοῦ Ἀντιχρίστου εἶναι προσωρινή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Αἰώνιος Κύριος καὶ Βασιλεύς. Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν.
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀνήκει ἡ δόξα.
Παρατηρεῖ πάλιν τὸ χρυσοῦν στόμα τῆς Ἐκκλησίας: “Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς ἔφερε σὲ κατάστασι ἀγωνίας μὲ τὴν ἀνάμνησι τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἔκοψε ἀπὸ τὴν ρίζα ὅλη τὴν ραθυμία μας, πάλι μᾶς ἐνθαρρύνει καὶ ἀναπτερώνει τὸ φρόνημά μας θυμίζοντάς μας τὸν Βασιλέα, τοῦ ὁποίου εἴμαστε ὑπήκοοι, καὶ φανερώνοντας τὸν δυνατώτερο ἀπὸ ὅλους λέγει «Σοῦ γὰρ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα». Ἑπομένως, ἐφ’ ὅσον ἡ βασιλεία εἶναι δική του, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ φοβᾶται, διότι δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ τοῦ ἀντιστέκεται καὶ νὰ μοιράζεται τὴν ἐξουσία μαζί του»19.
* * *
Ὅσο ἡ ἀδυναμία καὶ ὁ περιορισμένος χρόνος ἐπέτρεψε, ἐμβαθύναμε στὰ θεία λόγια της Κυριακῆς Προσευχῆς.
Ἡ ψυχὴ μας πληροῦται εὐχαριστίας πρὸς τὸν φιλάνθρωπο Κύριο ποὺ μᾶς παρέδωσε τὴν ἁγία αὐτὴ προσευχή, δύναμι, φῶς καὶ παρηγορία στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μας.
Ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, νὰ μὴ ζοῦμε ἐγωιστικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ὅσο ἀδειάζουμε ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, τόσο εἰσέρχεται μέσα μας ὁ Θεός.
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ πῶ ἕνα τολμηρὸ λόγο ὄχι ἀπὸ προσωπικὴ πείρα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πείρα τῶν Ἁγίων καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους: Ἂν ἀδειάσουμε τελείως ἀπὸ τὴν φιλαυτία καὶ τὸν ἐγωισμό μας, ὅλος ὁ Θεὸς θὰ ἔλθη μέσα μας. Τὸ λέγει ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: “Ἐὰν τις ἀγαπᾶ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν”. Τότε ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χαρῆ τὴν πιὸ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἀνάπαυσι, ἐκείνη τὴν χαρὰ ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του καὶ ποὺ οὐδεὶς δύναται νὰ ἄρη ἀπ’ αὐτοῦ…
Ὅσοι ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Προσευχή Του, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅσοι ζοῦν ἐγωκεντρικὰ καὶ φίλαυτα, λέγουν μία ἄλλη προσευχή:
– Δὲν λέγουν: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοίς”, ἀλλὰ λέγουν: Ἐαυτέ μου, ἐσένα ἔχω γιὰ Θεὸ ἐπὶ τῆς γῆς.
– Δὲν λέγουν: “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”, ἀλλά: ἐλθέτω ἡ βασιλεία μου.
– Δὲν λέγουν: “Γεννηθήτω τὸ θέλημα Σου”, ἀλλά: γεννηθήτω τὸ θέλημά μου.
– Δὲν λέγουν: “Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον”, ἀλλά: τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μὲ σπατάλη καὶ πολυτέλεια ἐγὼ ἐξασφαλίζω γιὰ τὸν ἑαυτό μου.
– Δὲν λέγουν: “Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν”, ἀλλά: δὲν ζητῶ ἀπὸ κανένα συγχώρησι, οὔτε συγχωρῶ κανένα.
– Δὲν λέγουν: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηρού”, ἀλλά: ζητῶ ὅλες τὶς θεμιτὲς καὶ ἀθέμιτες ἡδονὲς καὶ μισῶ κάθε λυπηρό.
– Δὲν λέγουν: “Ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα”, ἀλλά: ὅτι μοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα.
Ὄχι μόνο οἱ ἀρνηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ συμβαίνει νὰ ἔχωμε κάποτε πειρασμοὺς καὶ πτώσεις σ’ αὐτὴ τὴν ἐγωκεντρική, ἀτομικιστικὴ καὶ διαβολικὴ ζωή.
Αὐτὸς ὁ ἐγωκεντρισμὸς εἶναι ποὺ κάνει σήμερα τὴν ζωὴ μας ἀδιέξοδο.
Ἡ κρίσις ποὺ περνᾶ σήμερα ἡ πατρίδα μας στὴν πολιτική, στὴν παιδεία, στὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις, στὴν οἰκονομία, ἐδῶ νομίζω ὅτι ὀφείλεται.
Ἀρνηθήκαμε τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς.
Ἂν δὲν ὑπάρξη μετάνοια ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, δὲν βλέπω λύση τοῦ ἀδιεξόδου.
Κανένα κόμμα καὶ καμμία ἰδεολογία δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει.
Θὰ ὑπάρξη λύσις καὶ φῶς, ἐὰν θελήσουμε οἱ νεοέλληνες νὰ ξαναποῦμε ταπεινὰ καὶ ἁπλὰ τὸ “Πάτερ ἡμῶν” καὶ ἀκόμη ἂν θελήσουμε νὰ προσαρμόσουμε τὴν πορεία μας στὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς αὐτῆς.
Καὶ ἂν αὐτὸ δὲν θελήσουν νὰ τὸ κάνουν οἱ πολλοί, ἂς ἀγωνισθοῦμε νὰ τὸ κάνουμε ἐμεῖς, ὁ πιστὸς καὶ ἐκκλησιαζόμενος λαός. Γιατί δὲν εἶναι μικρὸς ὁ κίνδυνος νὰ παρασυρώμεθα καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν ἀσφυκτικὸ κλοιὸ τοῦ ἀθεϊστικοῦ ἀτομικισμοῦ, ποὺ μᾶς περισφίγγει, καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε νὰ ἀντικαθιστοῦμε τὴν φιλοθεΐα καὶ φιλανθρωπία μὲ τὴν φιλαυτία.
Αὐτὸς εἶναι ἕνας μεγάλος πειρασμός, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ εἰποῦμε: “Καὶ μὴ εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, ὅτι Σοῦ ἐστὶν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν”.
Σημειώσεις
1. (Ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἡμῶν», Φιλοκαλία, ἔκδ. «Περιβόλι τῆς Παναγίας», τόμ. 2ος, σελ. 253).
2. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
3. (Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, ὁμιλ. 19, Ε.Π.Ε., τόμ. 9ος, σελ. 668).
4. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 2ος, Ε.Π.Ε. τόμ. 8ος, σελ. 43).
5. (Λόγος 2ος κατὰ Γρηγορᾶ, παρ. 69).
6. . (Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές, Ι. Μενούνου, Ἀθήνα 1979, σελ. 121).
7. (Περὶ συνεχοῦς Μεταλήψεως, Ἀθῆναι 1887, σελ. 24).
8. . (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 669).
9. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 668)
10. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 51).
11. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 28).
12. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).
13. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 35-36).
14. (Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 3ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 69).
15. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 674).
16. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 672).
17. (ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 680).
18. . (Ἅγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν Προσευχήν, Λόγος 5ος, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 107).
19. (Ἅγ. Χρυσοστόμου, ἒνθ’ ἀνωτ. σελ. 683).